επισκόπηση σελίδων-Γ

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Ό,τι ακολουθεί προστατεύεται από τη νομοθεσία περί πνευματικής ιδιοκτησίας.

Τα αρχεία αποτελούνται από ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ παραγράφων κάποιων ενοτήτων ενότητας και από πολύ λίγα εκ των λογοτεχνικών παραθεμάτων που βρίσκονται στο τέλος κάθε ενότητας (200 στο σύνολο).

Τα σύμβολα     >>>>>>>       αντιστοιχούν σε κείμενο που
ΔΕΝ συμπεριλαμβάνεται στην επισκόπηση. 

________

Επίσης, σημειώνω ότι το 11ο Κεφάλαιο του Χορού των θαυμάτων, αναφέρεται στην έννοια της ΣΚΙΑΣ και το 12ο σε διάφορα ΥΠΑΡΞΙΑΚΑ μας γνωρίσματα.
Ωστόσο, επειδή αυτά είναι και τα αποκλειστικά θέματα του 2ου βιβλίου μου, ΔΕΝ ΠΑΡΑΘΕΤΩ ΕΔΩ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ αυτών των δύο Κεφαλαίων (11, 12).
Βέβαια, επισημαίνω ότι τα θέματα αυτά αναπτύσσονται και αρθρώνονται στο 2ο βιβλίο μου με έναν διαφορετικό τρόπο από ότι εδώ, καθώς και με σχετικά λιγότερες λεπτομέρειες και βιβλιογραφικές αναφορές.  

Για μία ξενάγηση στην έννοια της ΣΚΙΑΣ και στα ΥΠΑΡΞΙΑΚΑ μας γνωρίσματα, μπορείτε να δείτε και την ανάρτηση με τη διαθέσιμη Επισκόπηση σε πολλές σελίδες του 2ου βιβλίου μου: “ΣΚΙΑ: ο σιωπηλός σύντροφος στο ταξίδι της ζωής μας”


13.1. Ετερότητα και αλλοτριότητα: ο αναγκαίος και αναπόφευκτος Άλλος στις διάφορες “καταστάσεις”.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Θα λέγαμε λοιπόν ότι γενικότερα η λέξη “άλλος” αναφέρεται σε ό,τι αφορά σε μία οντότητα την οποία βιώνουμε εν μέσω μιας ορισμένης κατάστασης, ως “μη εγώ”. Αντίστοιχα με τα παραπάνω, ο Brownell (2010, σ. 99), σημειώνει ότι η λέξη αυτή, από τη μία πλευρά παραπέμπει σε ένα άλλο πρόσωπο με το οποίο έχουμε κοινά γνωρίσματα ως άνθρωποι (έναν “άλλον” αριθμητικά – έναν “αλλότριο,” με τον οποίο αναπτύσσεται η αίσθηση της “αλλοτριότητας”) και από την άλλη πλευρά, παραπέμπει επίσης σε κάποιο πρόσωπο το οποίο είναι πολύ παράξενο και τόσο διαφορετικό, ώστε να γίνεται ακατανόητο (ένα άλλο πρόσωπο ως ποιότητα – έναν “έτερο”, με τον οποίο αναπτύσσεται η αίσθηση της “ετερότητας”). Ωστόσο, ο Brownell επισημαίνει ότι στα Ελληνικά η λέξη “άλλος” αναφέρεται περισσότερο στην πρώτη περίπτωση, δηλώνοντας κάποιον άλλον του ίδιου είδους· για τη δεύτερη περίπτωση, στα Ελληνικά υπάρχει η λέξη “έτερος”, η οποία δηλώνει κάποιον άλλον διαφορετικού είδους.

Σύμφωνα με τον Brownell, ο “άλλος”, λόγω του ότι διαθέτει κάποια κοινά γνωρίσματα με τα δικά μας, είναι μία οντότητα για την οποία μπορούμε να κατασκευάσουμε θεωρίες, να κάνουμε υποθέσεις και να δημιουργήσουμε εικόνες, οι οποίες βασίζονται στην “πρώτη ύλη” της δικής μας ζωής· έτσι, κατά μία έννοια, τον εισάγουμε στον δικό μας προσωπικό κόσμο, τον καθιστούμε εγγενές του συστατικό. Αντίθετα, η προσέγγιση του “έτερου” προϋποθέτει την υπέρβαση του “άλλου”, τον οποίο έχουμε επινοήσει στον κόσμο μας· δηλαδή, προϋποθέτει την αποδοχή του ότι ένα άλλο πρόσωπο είναι ένας ολόκληρος “έτερος”, συγκεκριμένος και απρόσιτος σε εμάς κόσμος.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Από τον συνδυασμό των λέξεων “άλλος” και “έτερος” (“Άλλος”), καλύπτοντας και τις δύο ειδικότερες αποχρώσεις που μπορεί να προσλάβει η γενική σημασία ενός ανθρώπινου όντος, διαφορετικού από εμάς, προέκυψε ο όρος “alterity”, τον οποίο και ανέπτυξε ιδιαιτέρως ο Γάλλος φιλόσοφος Emmanuel Levinas.
Ο όρος αυτός δύσκολα μπορεί να αποδοθεί στην Ελληνική γλώσσα, διότι για αμφότερες τις αποχρώσεις του υπάρχουν ξεχωριστές λέξεις. Ωστόσο, η φιλοσοφική σκοπιμότητα της επινόησής του είναι μάλλον η υπογράμμιση της υπέρβασης του νοήματος που προσδίδουμε στο διαφορετικό ανθρώπινο ον, θεωρώντας το ως “άλλο”, προκειμένου να αναδυθεί η οντότητα “Άλλος” ως “έτερος”· οπότε, φαίνεται ότι η καταλληλότερη λέξη για την απόδοση του όρου “alterity” είναι η “ετερότητα”.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>


13.2. Ο Άλλος, το Βλέμμα του και η εγγενής σχεσιακή μας φύση. 

Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ιδανικότερη αποτύπωση των θεμάτων  αυτής της ενότητας, από αυτήν που συναντούμε στο ανεπανάληπτο διήγημα του Italo Calvino “Η σπειροειδής γραμμή” (1980).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Στην ενότητα 4.2 διαπιστώσαμε ότι, μέσω της διαρκούς χαρτογράφησης του εσωτερικού του σώματος από τον εγκέφαλο, δημιουργείται μία ιδιοδεκτική και κιναισθητική επίγνωση (το επίθετο “κιναισθητική” δηλώνει τις πρωταρχικές αισθήσεις που παράγει η κίνησή μας και το “ιδιοδεκτική” σημαίνει ότι λαμβάνω πληροφορίες από το ίδιο μου το σώμα – βλ. 4.1,2)· η στοιχειώδης αυτή επίγνωση υφίσταται χωρίς τη συμμετοχή της συνείδησης και γεννά την αίσθηση “ιδιοκτησίας” της εμπειρίας μου καθώς και την αίσθηση του πρώτου προσώπου ως υποκειμένου της. Έτσι, η υποκειμενικότητά μου, μόνο μέσω της οποίας μπορώ να γνωρίζω τον κόσμο και να σχετίζομαι μαζί του, είναι στη βάση της ενσώματη. Αυτή η ενσώματη υποκειμενικότητα “προηγείται” κάθε νοητικής επεξεργασίας οποιασδήποτε εμπειρίας. “Είμαι” πρωταρχικά ένα ενσώματο υποκείμενο, πριν καν συλλάβω με το νου μου την ίδια μου την υπόσταση και οτιδήποτε από τον κόσμο.

Αυτό σημαίνει ότι η εμπειρία του ίδιου του σώματός μου διαφέρει από την εμπειρία μου όταν βλέπω ένα απλό αντικείμενο, ένα ποτήρι ή ένα τραπέζι ή οποιοδήποτε άλλο υλικό συστατικό του κόσμου. Όταν κοιτώ το δεξί μου πόδι, το βιώνω μεν μέσω της πρωταρχικής υποκειμενικότητάς μου (όπως θα βίωνα οτιδήποτε άλλο), αλλά είμαι ήδη ένα ενσώματο υποκείμενο σε ένα στοιχειώδες επίπεδο, προτού καν αντιληφθώ ότι κοιτάζω το πόδι μου· οποιαδήποτε σχέση συνειδητής παρατήρησης του σώματός μου έπεται της υποκειμενικότητας την οποία παράγει το σώμα μου, πρωταρχικά και μη συνειδητά.

Οπότε το σώμα μου βιώνεται προτού εγώ το παρατηρήσω, γι’ αυτό και δεν μπορεί ποτέ να είναι απλώς κάτι που βιώνεται όπως ένα οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο του κόσμου. Ο Merleau-Ponty θεωρεί ότι το ζων σώμα (Busch, 2015, σ. 280) δεν είναι ένα παρατηρήσιμο και μετρήσιμο πράγμα· συνιστά το (πρωταρχικό) υποκείμενο που αισθάνεται, βιώνει, δρα και διαδρά, συνιστά μία εν δυνάμει συνθήκη (προϋπόθεση) κάθε αντιληπτικού γεγονότος.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Ο Dan Zahavi (2001, σ. 159), σημειώνει πως κατά τον Husserl, όταν ένα αντικείμενο, το οποίο αντιλαμβάνομαι γίνεται επίσης αντιληπτό από κάποιο άλλο πρόσωπο, τότε η σχέση μου με αυτό το αντικείμενο αλλάζει, με αποτέλεσμα να το βλέπω να υπάρχει αντικειμενικά και ως κάτι πραγματικό. Αν δεν ήξερα ότι είναι άμεσα ή δυνητικά διαθέσιμο και στην εμπειρία Άλλων, θα ήταν σαν να μην ήταν “πραγματικό”, σαν να μην υπήρχε έξω από εμένα. Όταν λοιπόν κοιτάζω το δεξί μου πόδι, το βλέπω ως κάτι “εξωτερικό”, γιατί γνωρίζω ότι μπορούν να το δουν και οι Άλλοι – και είναι αυτός ο λόγος που βλέπω το πόδι μου να αποκτά υλική υπόσταση, ως κάτι υπαρκτό.Έτσι, ενώ από τη μία πλευρά ο κόσμος “περνά” από το βιωμένο σώμα μου και ζω και νιώθω τον κόσμο μέσω του βιωμένου σώματός μου, από την άλλη πλευρά δεν μπορώ να βιώσω το σώμα μου έξω από τον κόσμο· για την ακρίβεια, το σώμα μου “είναι” η κατάσταση την οποία βιώνω, ενώ ταυτόχρονα το σώμα μου “γνωρίζει” αυτήν την κατάσταση με έναν ξεχωριστό τρόπο, μέσω μιας γνώσης στην οποία εμπλέκεται πάντοτε ο κόσμος και επομένως ο Άλλος ή η ιδέα του Άλλου.

Φαίνεται ότι η ίδια μου η αυτοσυναίσθηση ως ζων και δρων υποκείμενο (η συνειδητή υποκειμενικότητά μου), ενέχει εξαρχής τον κόσμο και τη σχέση μου μαζί του (άρα και τους Άλλους και τη σχέση μου μαζί τους), δηλαδή μία διάσταση εξωτερικότητας (Zahavi, 2001, σ. 161). Οπότε, το σώμα μου γίνεται “βιωμένο σώμα”, πάντοτε εν μέσω μιας ευρύτερης εμού του ιδίου κατάστασης, της οποίας συστατικά είμαστε τόσο εγώ όσο και ο Άλλος· καθώς δε σχετίζομαι μαζί του σε πραγματικό ή φανταστικό επίπεδο, δίνω σχήμα στο σώμα μου, ακριβώς γιατί γνωρίζω πως το εξωτερικό σχήμα του σώματός μου είναι διαθέσιμο στο Βλέμμα του.

Κατά τον Merleau-Ponty (όπως παραπέμπει ο Zahavi, σ. 162), αν η υποκειμενικότητα ήταν μόνο ζήτημα της εσωτερικής μας φύσης, δεν θα είχα το μέσον να αναγνωρίζω τα σώματα των Άλλων ως ενσώματα υποκείμενα· αν στο δικό μου βιωμένο σώμα δεν ενυπήρχε πρωτογενώς η αίσθηση του Άλλου (λόγω αυτής της εγγενούς εξωτερικότητας στο πώς εγώ ο ίδιος βιώνω το σώμα μου), δεν θα είχα καν την ικανότητα να αναγνωρίζω εμένα τον ίδιο στον καθρέφτη· δεν θα μπορούσα να δω εμένα, ως ένα σώμα που γίνεται αντιληπτό μέσω της σχέσης του με άλλα ενσώματα υποκείμενα. Αυτό υποστηρίζεται από το γεγονός ότι το μωρό μπορεί να συνδέει άμεσα την εικόνα των σωμάτων των Άλλων με τη δική του ιδιοδεκτικά σχηματισμένη εικόνα του δικού του σώματος, χωρίς να χρειάζεται καμία απολύτως νοητική διαδικασία εξαγωγής κανενός συμπεράσματος· η συγκεκριμένη σύνδεση είναι εφικτή γιατί το δικό του βιωμένο σώμα έχει ένα εξωτερικό σχήμα και έτσι εμπεριέχει την προσμονή του Άλλου (σ. 164), διαθέσιμο καθώς είναι στο Βλέμμα του. Οπότε, το μωρό μπορεί άμεσα να καταλαβαίνει και να μιμείται Άλλους.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Εξαιτίας δε του στοιχείου της ετερότητας, το οποίο χαρακτηρίζει πρωτογενώς την ιδιοδεκτική επίγνωση του εαυτού τους, είναι σαν να γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι τα πρόσωπα που βλέπουν είναι σαν το δικό τους· διαφορετικά πώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι, μιμούμενα μία έκφραση ενός άλλου προσώπου, “ξέρουν” ότι οι εκφράσεις που βλέπουν σ’ εκείνο το άλλο πρόσωπο, αντιστοιχούν στις ίδιες εκφράσεις στο δικό τους πρόσωπο, το οποίο ποτέ δεν έχουν δει αλλά το αισθάνονται μόνο ιδιοδεκτικά;
Τελικά, φαίνεται ότι το γεγονός πως η υποκειμενικότητά μου δεν είναι κλεισμένη στον εαυτό της, απομονωμένη από τον κόσμο, έχει το εξής αποτέλεσμα: το βιωμένο σώμα μου είναι πρωτογενώς συνυφασμένο με τον Άλλον και με τοποθετεί άμεσα και αναπόφευκτα κάτω από το Βλέμμα (“Ματιά” – “Look”, “Gaze”) του παρόντος ή απόντος Άλλου, καθιστώντας με εξ ολοκλήρου  προσβάσιμο στον Άλλον (και αντίστροφα).
Παράλληλα, νιώθοντας τα μάτια του Άλλου επάνω μου, γνωρίζω ότι κάνει και αυτός ό,τι κάνω εγώ όταν συλλαμβάνω με τις αισθήσεις μου κάποιο συστατικό του κόσμου – άρα, γνωρίζω ότι κι εγώ γίνομαι για τον Άλλον ένα συστατικό του κόσμου.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Έτσι, το σώμα μου είναι εγγενώς φορτισμένο ούτως ή άλλως με τις υπαρξιακές σημασίες της έκθεσής μου στο Βλέμμα του Άλλου. Αντίστοιχα, αντιστρέφοντας τους ρόλους, καθώς “τυλίγω” το σώμα του Άλλου στο δικό μου Βλέμμα, το φορτίζω με ανάλογες σημασίες. Τα σώματά μας, φορτισμένα με διάφορες σημασίες (Kepner, 1993), διαφέρουν πολύ από τα ουδέτερα σώματα στο απο-σωματοποιημένο πεδίο της καθημερινής ζωής, στο οποίο οι σωματικές μας διαδικασίες είναι σαν να μη συμμετέχουν στα βιώματά μας, σαν να μην είναι μέρος ενός “ενσώματου πεδίου” (“embodied field” – Kepner, 2003). Στο ενσώματο αυτό πεδίο, ανεξάρτητα από το τι λέμε μεταξύ μας, τι σκεφτόμαστε και τι καταλαβαίνουμε, συμβαίνει η μη συνειδητή και εξωλεκτική συνομιλία των σωμάτων μας, τα οποία συντονίζουν ακατάπαυστα τις δονήσεις τους.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Από όλα αυτά, φαίνεται ότι ο Άλλος, μέσω του πραγματικού ή φανταστικού του Βλέμματος, μάλλον σημαίνει πάντοτε κάτι για το σώμα μου, το οποίο είναι φορέας μιας εγγενούς αίσθησης “σχέσης”· μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν Άλλοι (περισσότερα του ενός υποκείμενα σε αλληλεπίδραση), είτε το θέλουμε είτε όχι, γινόμαστε όντα σχεσιακά και ο Άλλος γίνεται μέρος του κόσμου μας και της εμπειρίας μας, καθιστώντας την ίδια μας την αυτοσυναίσθηση καθώς και τη σύνθεση οποιοδήποτε βιώματός μας, μία διαδικασία “δια-υποκειμενική” (βλ. 14.2). Ο Άλλος, είτε είναι απτός ως φυσική οντότητα είτε ένα άυλο πλάσμα της φαντασίας μας, είναι πηγή ή αποδέκτης κάθε λογής συναισθημάτων και γίνεται αναπόφευκτα ένας πόλος μιας “συνάντησης” που συντελείται σε πολλά επίπεδα, φορτισμένος με κάθε λογής νοήματα· η δε σχέση μας με τον Άλλον, γίνεται ένας κοινός χώρος, ο οποίος εμπεριέχει τόσο εμάς όσο και τον Άλλον, να μας καθρεφτίζει ενεργητικά στο Βλέμμα του.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Στο επεισόδιο “Person or persons unknown” (Beaumont, 1962 – “Πρόσωπο ή πρόσωπα άγνωστα”) της θαυμάσιας τηλεοπτικής σειράς “Twilight Zone”, (Serling, 1959 – “Η Ζώνη του Λυκόφωτος”), ο ήρωας, αγανακτισμένος και πνιγμένος από τους γύρω του, ευχήθηκε να γλιτώσει. Με κάποιον μυστήριο τρόπο, η ευχή του πραγματοποιήθηκε: οι Άλλοι, όπως τους ήξερε, συνεχίζουν να ζουν τις ζωές τους όπως και πριν, όμως αυτός δεν είναι αναγνωρίσιμος στην πραγματικότητά τους, τον αντιμετωπίζουν σαν άγνωστο. Ύστερα από λίγο καιρό απόλαυσης της ανωνυμίας και της ησυχίας του, ένιωσε ότι δεν αντέχει άλλο να είναι ο “κανένας”, να μην έχει αντανακλάσεις στα μάτια κανενός, να είναι χαμένος, έρημος, αδυνατώντας να κάνει οτιδήποτε σε μία πραγματικότητα που δεν έχει θέση γι’ αυτόν. Ευχήθηκε λοιπόν να τον γνωρίζουν οι Άλλοι και να επανέλθει στη ζωή του. Η ευχή του και πάλι πραγματοποιήθηκε, με αποτέλεσμα να είναι αυτός που ήταν, στη θέση που κατείχε και προηγουμένως, μόνο που όλοι γύρω του ως σώματα, πρόσωπα, προσωπικότητες, είναι πλέον διαφορετικοί, απολύτως ξένοι γι’ αυτόν, αν και τον αναγνωρίζουν, όμως αυτή τη φορά με τρόπους καινούριους και εξίσου ακατανόητους…
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>


13.3. Τα όρια της παρηγοριάς του Άλλου και οι παρερμηνείες του “μαζί”.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Κι εμείς; Όταν επιχειρούμε να αναμετρηθούμε με αυτό το κενό, κάποιες φορές χανόμαστε στη χιλοειπωμένη έκφραση “μα, κατάλαβέ με… γιατί δεν με καταλαβαίνεις;…”. Η φράση αυτή, είτε ειπωθεί με απόγνωση είτε με οργή είτε με ικεσία, είτε σε ένα σκηνικό ερωτικού ή συζυγικού καβγά είτε σε ένα τηλεοπτικό παράθυρο με διάφορους διαφωνούντες ειδικούς επί παντός επιστητού, δεν δηλώνει μόνο ασυμφωνία με κάποιον Άλλον, ως προς ένα λεκτικό περιεχόμενο. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, φανερώνει περίτρανα την τεράστια ανάγκη μας να μας δουν, να μας λυτρώσουν από τη μοναδικότητά μας και τη μοναξιά της ύπαρξης που αυτή προϋποθέτει ως τίμημα· μόνο που, όταν συγχέουμε το “δες με ως ύπαρξη” με το “γίνε η προέκτασή μου” ή με το “γίνε το νόημα της ζωής μου” ή με το “πάψε να διαφωνείς μαζί μου” ή με το “κάνε αυτό που σου λέω”, αποκλείουμε κάθε ουσιαστική διαπροσωπική σχέση με τον Άλλον.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Κι ακόμα, νιώθοντας ένα είδος αποτυχίας, όσο ο Άλλος μάς διαψεύδει ή απομακρύνεται, συχνά διογκώνουμε τον εσωτερικό μας διάλογο και στήνουμε μία υπερτροφική εικόνα για εμάς τους ίδιους· λες και η ίδια μας η φωνή μπορεί να καλύψει την έλλειψη του Άλλου ως παρηγορητή, για όλα όσα θεωρούμε ότι μας χρωστά η ζωή και αρνείται επίμονα να μας επιστρέψει. Όσο όμως και αν εμείς οι ίδιοι επιστρέφουμε το δικό μας είδωλο στα μάτια μας για παρηγοριά, όσο και αν ριχνόμαστε λυσσαλέα μέσα σε πολλά υποσχόμενα πραγματικές ή διαδικτυακές αγκαλιές, μένουμε πάντα παρέα με μία βαθύτερη και αναπόδραστη αίσθηση ενός απύθμενου κενού.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι ο Άλλος, από τη μια μεριά, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, ψευδαισθητικά ή ουσιαστικά, μάς ηρεμεί, μάς γαληνεύει όπως ένα απαλό χάδι, μάς σαγηνεύει όπως μία οπτασία, μάς υπνωτίζει απαλύνοντας τις αγωνίες μας σαν ναρκωτικό. Από την άλλη μεριά, είναι η αφορμή για ένα σωρό αγωνίες, καθώς πάντοτε μας διαφεύγει, καθώς αντιστέκεται όποτε αλλάζοντας εμείς, προσδοκούμε να αλλάζει κι αυτός με τρόπο συμβατό στις ανάγκες μας.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>


13.6. Αξίζεις άραγε την πολύτιμη και εύθραυστη εμπιστοσύνη μου;

Η έννοια “εμπιστοσύνη”, πιστεύω ότι συχνά, στην καθημερινότητα, χρησιμοποιείται κάπως χειριστικά. Στα Ελληνικά είναι μία σύνθετη λέξη, η οποία σημαίνει ότι “πιστεύω σε” κάτι, εναποθέτω την πίστη μου κάπου. Ποια πίστη μου όμως;
Ας σκεφτούμε κάποιες κοινές εκφράσεις περί διαψεύσεων, με κοινό παρονομαστή την προδοσία και το επιμύθιο “πρόδωσες την εμπιστοσύνη μου!”…: “ποτέ δεν περίμενα ότι θα μου έκανες κάτι τέτοιο…”, “πού να το φανταστώ ότι ήσουν και τέτοιος …”, “καλά, δεν με σκέφτηκες καθόλου όταν το έκανες αυτό;…”, “τόσον καιρό ήσουν άλλος, ζούσα ένα ψέμα μαζί σου” κλπ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, αποδίδουμε ευθύνη στον Άλλον, γιατί  τολμά ως ύπαρξη να αποδεικνύεται διαφορετικός από ό,τι γνωρίζουμε και να πετά στα σκουπίδια την εμπιστοσύνη μας. Στην ουσία, ταυτίζουμε την εμπιστοσύνη στον Άλλον με την αβάσιμη επιθυμία μας να μείνει ακίνητος και συχνά τον κατηγορούμε που μετακινήθηκε και δεν ταιριάζει πια στη φωτογραφία του στο πορτοφόλι μας – ενώ το μόνο που θα μπορούσαμε να του καταλογίσουμε είναι ανευθυνότητα στη διαχείριση της σχέσης του μαζί μας και όχι το οτιδήποτε αφορά την ίδια του την ύπαρξη.

Πολλές φορές, όταν ο Άλλος δεν κρύβει εσκεμμένα και συστηματικά κάποια όψη του, αυτό το καινούριο που ίσως ανακύψει μέσα του, αιφνιδιάζει ακόμα και τον ίδιο (ας πούμε, έρχεται μια στιγμή που ο πράος και ζεστός άνθρωπος που γνωρίζαμε, εκδηλώνει μία όψη βίαιη, άγρια). Εμείς θεωρούμε ότι μας “προδίδει”, γιατί αλλάζει απροειδοποίητα η εικόνα του – λες και θα μπορούσε να το αποφύγει. Του καταλογίζουμε επιθετικά την αλλαγή, όμως στην πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει είναι ότι απλώς αυτή η αλλαγή αντανακλά επάνω μας και τα νερά μας ταράζονται επικίνδυνα. Συχνά, αυτές οι νέες όψεις εισάγονται ως μία φυσιολογική συνέπεια σε μία σχέση, καθώς διανύει τη διαδρομή της στο χρόνο. Μπορεί να σημαίνει χίλια πράγματα. Ότι ο Άλλος άλλαξε έτσι, ώστε να μη χωρά πλέον στη σχέση. Ότι, αντί για απειλητική διαταραχή της “καθεστηκυίας τάξης”, δεν είναι παρά η τάση του συστήματος της σχέσης να περάσει σε νέα κατάσταση ισορροπίας, να εμπλουτιστεί με τα καινούρια γνωρίσματα του Άλλου – κάτι που θα αναδείξει και νέες δικές μας όψεις. Δεν υπάρχει κανόνας για το τι συμβαίνει. Το τι θα γίνει, εξαρτάται από το ποια ήταν η σχέση, το πώς σχετίζεται ο καθένας μας με τον Εαυτό του και το πώς αμφότεροι διαχειριζόμαστε την αλλαγή.

Πάντως, γενικότερα, το “σε εμπιστεύομαι”, κάποιες φορές νοείται ως: “μην προδώσεις τις προσδοκίες μου για σένα”, “μην αλλάζεις, μείνε ίδιος, ακίνητος, όπως είσαι τώρα, για χάρη μου” – στην ουσία, του ζητούμε να μας θεωρεί πιο σημαντικούς από την ίδια του την ανάγκη να προχωρεί.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Με άλλα λόγια, αν υπάρχει κάτι που μπορούμε να δηλώσουμε ως απαίτηση στον Άλλον, δεν είναι το να του έχουμε εμπιστοσύνη επειδή θα παραμένει αμετάβλητος, αλλά είναι το να πιστεύουμε ότι τουλάχιστον θα επιχειρεί να είναι κυριολεκτικά παρών στην οποιαδήποτε σχέση του μαζί μας, όπως και αν “γίνεται” – ασχέτως αποτελεσμάτων (στην ενότητα 14.10 εξερευνούμε κάποιες ακόμα όψεις της εμπιστοσύνης).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>


13.7. Η αναπλήρωση της απουσίας του Άλλου: φαντασία και υποκατάσταση.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Ως ποιό όμως σημείο; Πόσο μπορούμε να “διορθώσουμε” τον Άλλον με τη φαντασία μας; Μπορούμε ποτέ να υποκαταστήσουμε εντελώς τον Άλλον με ένα δημιούργημά της; Ή άραγε, είναι δυνατόν να δημιουργήσουμε υποκατάστατά του, βάζοντας την τεχνολογία να υλοποιήσει τις εμπνεύσεις της φαντασίας μας; Και αν ναι, κατά πόσον αυτά τα υποκατάστατα μπορούν να είναι τόσο “ανθρώπινα” όσο κι εμείς και, επιπλέον, πόση σημασία μπορεί να έχει αυτό για να νιώσουμε ότι “σχετιζόμαστε” μαζί τους;


13.7α. Ο ρόλος και τα όρια της φαντασίας.

… (1) Ένα μικρό σημείωμα περί φαντασίας.
Η Anna Kostina (2015), αναφερόμενη στη φαντασία ως μέσο ικανοποίησης αναγκών και όχι στην καλλιτεχνική φαντασία, σημειώνει ότι η φαντασία ξεκινά το μαγικό της έργο από την παιδική μας ηλικία· από την εποχή δηλαδή που δεν έχουμε ακόμα τις δυνάμεις να ορίζουμε τη ζωή μας και βασανιζόμαστε από ανάγκες τις οποίες δεν μπορεί να εκπληρώσει η πραγματικότητα (Kostina, 2015).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
… (2) Ο Άλλος και η φαντασία.
Στην ιδέα του φανταστικού Άλλου, ίσως ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία είναι η μειωμένη αντίστασή του: όσο στροβιλίζω μέσα μου τις εικόνες του και τις οικειοποιούμαι, μπορώ να τις κάνω ό,τι θέλω.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Ωστόσο, αν και η φαντασία είναι ικανή να παράγει κάποια αίσθησή σου μέσα μου, υπάρχει ένα όριο στο κατά πόσον μπορεί να σε υποκαταστήσει ως φυσική παρουσία, γιατί το σώμα μου δεν συμμετέχει στην εμπειρία με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο συμμετέχει σε μία συνάντηση μαζί σου, στη φυσική πραγματικότητα.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Αντίθετα, όταν επιπροστίθεται η φυσική παρουσία σου, τα πράγματα δυσκολεύουν αρκετά, γιατί έρχεσαι εσύ, απ’ “έξω”, να μου χαλάσεις την κυριαρχία στο παιχνίδι μου, με την εικόνα σου – εκτός αν ασκώ βία επάνω σου, επειδή θεωρώ υποχρέωσή σου να ταιριάξεις με το είδωλό σου στον φαινομενολογικό μου κόσμο.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>


13.7β. Η ανάγκη της εξιδανικευμένης υποκατάστασης του Άλλου.

Οι άνθρωποι εσωτερικεύουμε μια άγνωστη φυσική πραγματικότητα, δημιουργώντας τη δική μας εκδοχή της, από την πρώτη στιγμή που την αντιλαμβανόμαστε. Οπότε, η σχέση μας με τον Άλλον (όπως και με ό,τι άλλο βιώνουμε ως “μη-εγώ” και με τον κόσμο ολόκληρο), είναι σε μεγάλο βαθμό ζήτημα εσωτερίκευσής του, υπό την επίδραση (την προβολή) δικών μας ψυχικών περιεχομένων.

Μπορούμε λοιπόν εύκολα να προβάλλουμε στον έξω κόσμο δικά μας ψυχικά περιεχόμενα και να δημιουργούμε ισχυρούς δεσμούς με το αντικείμενο της προβολής μας.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Στην τέχνη υπάρχουν πραγματικά ευφυείς, τραγικές ή λυτρωτικές, συναρπαστικές και ποιητικότατες ιστορίες κάθε είδους, με παραλλαγές θεμάτων σχέσης με “μη ανθρώπινο Άλλον” κάθε είδους. Πολλές από αυτές, αφορούν σχέσεις γονιών με μη ανθρώπινα παιδιά (ή αντίστροφα), παιδιών ή ενηλίκων με μηχανές, παράξενα όντα και ζώα ή κούκλες, ανθρώπων με ανθρώπους οι οποίοι διαθέτουν τηλεπαθητικές ενσυναισθητικές ιδιότητες (ώστε να ξεπερνιέται μαγικά το πρόβλημα της λεκτικής επικοινωνίας, μέσω της απευθείας μετάδοσης μιας συνολικής αίσθησης), παιδιών με εξωγήινους – τι να πούμε για το πώς δέχτηκε η ανθρωπότητα την κλασική ταινία “Ο εξωγήινος” (Spielberg, 1982).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Επιπλέον, κάποιες φορές, ο “μη ανθρώπινος Άλλος” με τον οποίο συνδέεται ένα ανθρώπινο ον, είναι ένα είδος αντιήρωα· εμφανίζει συχνά ευαισθησία πολύ μεγαλύτερη από όση συνήθως εμφανίζουμε οι άνθρωποι μεταξύ μας, όπως και μια αδυναμία να κατανοεί την ανθρώπινη μοχθηρία. Σαν να είναι το δείγμα ενός εξιδανικευμένου ανθρώπινου όντος και μιας αίσθησης του “πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα, αν…”. Έτσι, γίνεται η προβολή της ελπίδας ότι κάπου, όντως υπάρχει κάτι, το οποίο είναι υπεράνω της κακίας, της υποκρισίας και της βίας που απροκάλυπτα πλέον κυριαρχούν στον πλανήτη, τόσο μέσω των πολέμων όσο και μέσω της αναγωγής της ύπαρξης σε αριθμό και παραγωγική αξία.
Παράλληλα, η εικόνα του ανθρώπινου είδους παύει πλέον να εμφανίζεται τόσο κολακευτική: ο “μη ανθρώπινος Άλλος” συνήθως καταδιώκεται άγρια, πρέπει να αφανιστεί ως κίνδυνος ή να συλληφθεί για να γίνει πειραματόζωο σε έναν πάγκο εργαστηρίου – απειλείται ποικιλοτρόπως από τον επεκτατισμό των ηγεσιών, τις προκαταλήψεις και τη μικροαστική βλακεία της απρόσωπης μάζας, η οποία εμφανίζεται αλαζονικά αδίστακτη, βίαιη, ματαιόδοξη, προκειμένου να διαφυλάξει τις ψευδαισθήσεις της.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

13.7γ. Το ανέφικτο της “κατασκευής” του Άλλου.

Μία περίπτωση “μη ανθρώπινου Άλλου”, είναι η φαντασίωση ότι θα κατασκευάσουμε κάποτε το τέλειο, το ιδανικό ανθρώπινο αντίγραφο (το οποίο θα εμφανίζει όλα τα φυσικά και ψυχολογικά γνωρίσματα ενός μέλους του είδους μας) – ή ότι θα καταφέρουμε να “προγραμματίζουμε” άλλους ανθρώπους, ώστε να γίνονται οι ιδανικοί για εμάς Άλλοι. Τόσο η κλασική όσο και η σύγχρονη τέχνη του φανταστικού είναι γεμάτη από παραδείγματα, στα οποία όχι μόνο έχουν ξεπεραστεί οι κατασκευαστικές δυσκολίες από την άποψη των τεχνολογικών απαιτήσεων, αλλά τα διάφορα ανδροειδή εμφανίζονται να έχουν ανθρώπινα γνωρίσματα καθώς και αυτοσυναίσθηση, ελεύθερη βούληση, ικανότητα επιλογής και ιεράρχησης αξιών, συναισθήματα και υπαρξιακές αγωνίες.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Εντούτοις, όλες αυτές οι φανταστικές περιπτώσεις του κατασκευάσιμου, τέλειου ή μη, Άλλου, δεν μπορεί παρά να παραμένουν φανταστικές, γιατί ισχύει για όλες τους μία σημαντικότατη προϋπόθεση.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Εντούτοις, σε έναν έμβιο οργανισμό, τόσο η αυτοσυναίσθηση όσο και τα συναισθήματα, παράγονται μέσω της σύμπραξης σώματος και νου, δηλαδή μέσω της συνεργασίας της φυσιολογίας, της χημείας και της νόησής μας. Μία τεχνητή νοημοσύνη χωρίς σώμα ή με σώμα διαφορετικό από το δικό μας, θα αναπτύξει κάτι που απλώς θα αντιστοιχεί σε αυτό που εννοούμε  εμείς ως αυτοσυναίσθηση και συναισθήματα. Ίσως να μπορεί να πει κάτι σαν “εγώ είμαι” και να αναπτύξει μηχανισμούς που να είναι κάτι σαν συναίσθημα, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις καταστάσεις· αλλά, αυτό το κάτι “σαν” θα είναι ασύλληπτο για εμάς και εντελώς διαφορετικό από το πώς εμείς εννοούμε το “υπάρχω” και το “αισθάνομαι”, απλούστατα επειδή θα παράγεται με τρόπους εντελώς διαφορετικούς από αυτούς που χαρακτηρίζουν το είδος μας.


14.1. Η συνάντηση με τον Άλλον και η έννοια της δια-υποκειμενικότητας.
 

Ο όρος “δια-υποκειμενικότητα” (“intersubjectivity”), σε πολύ γενικές γραμμές, αναφέρεται στη συνάντηση δύο υποκειμένων.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Η δια-υποκειμενικότητα αναφέρεται σε κάποιες από τις σύνθετες ικανότητές μας να γνωρίζουμε τον Άλλον καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, από τα πρώτα κιόλας στάδια της ανάπτυξής μας, αμέσως μετά τη γέννησή μας.
Δηλώνει ένα σύνολο διαπροσωπικών διαδικασιών, μέσω των οποίων οι άνθρωποι συναντιόμαστε και επικοινωνούμε με τους Άλλους του είδους μας σε διάφορα επίπεδα, χτίζοντας μαζί τον δια-υποκειμενικό χώρο των ζωντανών συναντήσεών μας. Στον χώρο αυτόν, καθρεφτίζουμε αμοιβαία και ενεργητικά την εμπειρία μας.

 

14.2. H δια-υποκειμενικότητα, η άμεση γνώση του Άλλου, η “διαδραστική θεωρία”: μία φαινομενολογική προσέγγιση.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Μπορούμε να θεωρήσουμε φαινομενολογικά τη λειτουργία της αντίληψης: δηλαδή ως μία “πρωτογενή” λειτουργία, ως ένα ενιαίο φαινόμενο, στο οποίο νους και σώμα συνεργάζονται ήδη από την πρώτη κιόλας στιγμή που ερχόμαστε σε επαφή με κάποιο συστατικό του κόσμου. Οπότε, η αντίληψη παύει να είναι μόνο η πρόσληψη αισθητηριακών ερεθισμάτων· είναι μία “πράξη” που εμπλέκει ταυτόχρονα το άτομο και τον κόσμο, ως αδιαχώριστα συστατικά ενός όλου.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Κατά τον Shaun Gallagher (2001, 2005), στην πρότασή του για μία “διαδραστική θεωρία” (“interaction theory” – IT) γνώσης του Άλλου, εισπράττουμε τις προθέσεις και τις συγκινησιακές καταστάσεις του, μέσω της άμεσης αντίληψης και της αλληλεπίδρασής μας μαζί του. Ο νους μας, στις καθημερινές μας αλληλεπιδράσεις δεν χρειάζεται σχεδόν καθόλου να ερμηνεύει ή να επεξεργάζεται οτιδήποτε, προκειμένου να συγκεντρώνουμε ό,τι μάς χρειάζεται για να κατανοούμε τον Άλλον. Αυτό, γιατί οι νοητικές μας καταστάσεις (προθέσεις, πεποιθήσεις, επιθυμίες), δεν είναι απλά ή καθαρά νοητικές. Δηλαδή, δεν είναι άυλες σκιές, που πλέουν μέσα στο κεφάλι μας. Είναι σωματικές καταστάσεις […] που εκφράζονται με σωματικές στάσεις, κινήσεις, χειρονομίες, εκφράσεις και δράσεις (Gallagher & Zahavi, 2012, σ. 110, 167 – επίσης, βλ. 4.5).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Συνεπώς, η δια-υποκειμενικότητα αναφέρεται σε μία συνάντηση δύο υποκειμενικοτήτων οι οποίες ήδη συνδέονται πρωταρχικά – η συνάντησή τους δεν είναι μόνο ένα “ξερό” γεγονός, κατά το οποίο δύο άνθρωποι στέκονται απέναντι, εντελώς απροσπέλαστοι ο ένας από τον Άλλον.
Ο Άλλος δεν είναι ένα ον τοποθετημένο απέναντί μου και έξω από τον κόσμο μου, το οποίο “εισάγω” στο νου μου και μετά, μέσω των κατοπτρικών μου συστημάτων, προσομοιώνω άδηλα αυτό που βιώνει. Είναι μεν ένα ον διαφορετικό από εμένα, αλλά από την πρώτη κιόλας στιγμή που τον βλέπω, είναι “εμβαπτισμένος” στη δική μου πραγματικότητα. Έτσι, ποτέ δεν είμαστε ο ένας για τον Άλλον απλώς ένας αλλότριος νους, ο οποίος κατοικεί “κάπου εκεί”, μέσα στο σώμα – αντικείμενο του καθενός μας· ούτε είμαστε ο ένας για τον Άλλον δύο σάρκινοι όγκοι, εκ των οποίων ο καθένας σκέφτεται ή κάνει κάτι, προοριζόμενο να ερμηνευτεί από τον άλλον μέσω νοητικών αφαιρέσεων και συλλογισμών.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Τελικά, φαίνεται ότι η δια-υποκειμενικότητα και η υποκειμενικότητα δεν είναι δύο εναλλακτικές προσεγγίσεις της ύπαρξης, οι οποίες ανταγωνίζονται η μία την άλλη· μάλλον, πρόκειται για έννοιες αλληλοσυμπληρούμενες και αλληλοεξαρτώμενες. Επίσης, η ιδέα της εγγενούς στον πρωταρχικό Εαυτό ετερότητας ως βάση της πρωτογενούς δια-υποκειμενικής μας σύνδεσης, δεν αντίκειται διόλου στην υπόσταση του αυτόνομου υποκειμένου ούτε αποκλείει τα ανώτερα επίπεδα στα οποία επίσης αναπτύσσεται η δια-υποκειμενικότητα καθώς μεγαλώνουμε και εξελίσσονται οι νοητικές μας δυνατότητες· επιπλέον, δεν αντικρούει την ιδέα της υπαρξιακής μοναξιάς (βλ. 12.2), η οποία βιώνεται σε συνειδητό επίπεδο, λόγω του τρόπου με τον οποίο συντίθεται η εμπειρία μας.
Κι ακόμα, φαίνεται ότι η φαινομενολογική – υπαρξιακή προσέγγιση της δια-υποκειμενικότητας, στηρίζει ακόμα περισσότερο την ευρύτερη ιδέα ότι, χωρίς την αποδοχή της βαθιάς διασυνδεσιμότητά μας με τον κόσμο και τους Άλλους, δεν μπορούμε να βιώσουμε τη διαφορετικότητά μας από τον κόσμο και τους Άλλους. Η ίδια μας η ύπαρξη, ο κόσμος και οι Άλλοι, δεν μπορούν να νοηθούν ξεχωριστά – η μία έννοια φωτίζει την άλλη και φανερώνει μοναδικές πτυχές της. Σε οποιαδήποτε συζήτηση περί της δια-υποκειμενικής εμπειρίας και της ανθρώπινης συνάντησης, πρέπει να θεωρούμε το υποκείμενο μία εγκόσμια ύπαρξη με σάρκα και οστά και, τον κόσμο, ως ένα κοινό πεδίο, διαθέσιμο για την ανάπτυξη εμπειριών (Zahavi, 2001).

 

14.3. Η δια-υποκειμενικότητα ως σύστημα ψυχικής εγγύτητας και η ιδιότητα της αυτοοργάνωσης.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

… (α) Η σημασία του δίπολου “ψυχική εγγύτητα – μοναχικότητα”.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Αν και το δια-υποκειμενικό σύστημα αφορά σε διαφορετικού είδους ενέργεια από την ενέργεια που αναπτύσσεται όταν συνδεόμαστε φυσικά, σεξουαλικά, εξαρτητικά ή μέσω των δεσμών μας, είναι ισότιμο με όλα τα υπόλοιπα συστήματα σχεσιακής δυναμικής. Δηλαδή, εμείς οι άνθρωποι αναπτύσσουμε συστήματα “δεσμών” (“bond”) καθώς και συστήματα “συνδέσεων προσάρτησης” (“attachment”), αναζητώντας ασφάλεια. Όμως αυτό διόλου δεν μας εμποδίζει να συνδημιουργούμε την ψυχική μας εγγύτητα χτίζοντας επίσης τα συστήματα της δια-υποκειμενικότητας, μέσω των οποίων ο καθένας μας σχετίζεται με τα άλλα όντα του είδους μας.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

… (β) Η σύνθεση της δια-υποκειμενικής εμπειρίας ως προς το φαινόμενο της αυτοοργάνωσης.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Η διαδικασία της αυτοοργάνωσης της συνάντησης εξελίσσεται αυτοσχεδιαστικά, καθώς οι παροντικές στιγμές της συγκροτούν βιωματικές αλυσίδες και συναρθρώνονται σε όλο και ευρύτερους βιωματικούς κρίκους, τις “σχεσιακές προόδους” – “relational progressions” – βλ. 4.11α). Στις “σχεσιακές προόδους”, όλα τα προηγούμενα βήματα αναδιπλώνονται “μέσα” σε κάθε επόμενο· έτσι, το νόημα κάθε στιγμής της συνάντησης αναπλαισιώνεται, όσο η συνάντηση προχωρά – όπως όταν διαβάζουμε τον τέταρτο στίχο ενός ποιήματος, αναπλαισιώνεται το νόημα όλων των προηγουμένων. Η στιγμή του αποχαιρετισμού μας, είτε δίνουμε τα χέρια μας είτε φιλιόμαστε ή αμήχανα βαδίζουμε εγώ προς τα εδώ κι εσύ προς τα εκεί, κατά μία έννοια εμπεριέχει όλη τη συνάντησή μας.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

 

14.6α. “Πρωτογενής δια-υποκειμενικότητα”: η κιναισθητική αντίληψη του Άλλου.

Στην ενότητα 4.2, διαπιστώσαμε ότι μόλις γεννιόμαστε, μέσω πληροφοριών που παρέχει στον εγκέφαλο το σώμα μας, αναπτύσσουμε μία ιδιοδεκτική και κιναισθητική πρωταρχική επίγνωση, η οποία αντιστοιχεί σε ένα επίπεδο στοιχειώδους οργάνωσης της εμπειρίας – σε ένα πρωταρχικό “βιωματικό Εαυτό” (Gallagher & Zahavi, 2012, σ. 204).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Ο όρος “πρωτογενής δια-υποκειμενικότητα” περιγράφει ακριβώς αυτήν τη βασική και μη συνειδητή διασυνδεσιμότητα μεταξύ μας. Είναι ένας τρόπος συγκινησιακής, κιναισθητικής, αντιληπτικής και μη συνειδητής ή νοητικής κατανόησης των Άλλων (Gallagher & Zahavi), ο οποίος αρχίζει να αναπτύσσεται από το 1ο κιόλας έτος της ηλικίας μας.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Οι διαδικασίες της πρωτογενούς δια-υποκειμενικότητας αφορούν  κυρίως στον κιναισθητικό μας συντονισμό και τα κατοπτρικά μας συστήματα (βλ. 4.10). Μέσω αυτών των συστημάτων είναι σαν να εγκαθίσταται αυτόματα ανάμεσα σε δύο υποκείμενα μία στοιχειώδης βιωματική ενσώματη σύνδεση (γέφυρα), βασισμένη σε ανάλογα υποστρώματα νευρωνικής δραστηριότητας – είναι αυτήν την άμεση, ζωντανή σύνδεση, που ονομάζουμε πρωτογενή δια-υποκειμενικότητα.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Γενικότερα, θα λέγαμε ότι προχωρώντας στη ζωή, το θεμελιώδες αυτό επίπεδο της γνώσης του Άλλου και του κόσμου παραμένει ως ένα σταθερό υπόστρωμα κάθε άλλης εμπειρίας μας και γεννά ένα άμεσο στοιχειώδες συγκινησιακό νόημα, ανεξάρτητα από το αν ως ενήλικες δεν του δίνουμε μεγάλη σημασία.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

 

14.6β. Η έννοια της “κοινωνικής διάδρασης” και ο περιορισμός της “πρωτογενούς δια-υποκειμενικότητας” με το χρόνο.

Καθώς μεγαλώνουμε, η χρήση της λεκτικής γλώσσας (που συνοδεύει την ανάπτυξη του νου μας), περιορίζει τον βασικό προ-λεκτικό κιναισθητικό συντονισμό που γίνεται μέσω της πρωτογενούς δια-υποκειμενικότητας. Μάλιστα, συχνά τον αναστέλλει, ιδιαίτερα στη δημόσια σφαίρα των κοινωνικών διαδράσεών μας.

Ένας από τους λόγους που συμβαίνει αυτό, είναι ότι ο επικοινωνιακός κώδικας της λεκτικής γλώσσας περιλαμβάνει λέξεις με τις οποίες μπορούμε να δηλώνουμε την άρνηση οποιουδήποτε περιεχομένου και οποιασδήποτε σημασίας: “όχι”, “μη”, “δεν” κλπ. (Virno, 2008). Εδώ, δεν εννοούμε την άρνηση απλά ως ένα αναγκαίο σύνηθες πρόσημο για να πλέκουμε λογικά σχήματα (“αυτός ο άνθρωπος δεν είναι μυρμήγκι”), ούτε τη φυσιολογική μεταφορική της χρήση. Την εννοούμε κυρίως ως ένα μέσον με το οποίον ακυρώνουμε ολοκληρωτικά κάτι – μία έννοια, μία παραδοχή, ένα κατηγόρημα: “αυτός ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος”. Αντίθετα, η πρωτογενής δια-υποκειμενικότητα αναφέρεται σε μία βαθύτατη, πρωταρχική αναγνωρισιμότητα του Άλλου ως μέλος του είδους μας, πριν από κάθε σκέψη ή νοητική εκτίμηση.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

Βέβαια, όταν λέω ότι αυτός ο “άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος”, δεν εννοώ ότι έχω μπροστά μου ένα αντικείμενο. Οι κατοπτρικοί μου νευρώνες, μου λένε όντως ότι αυτό το ον ανήκει στο είδος μου, απλά μπορώ να αρνηθώ την ανθρώπινη υπόσταση του Άλλου σε άλλα επίπεδα της αντίληψής μου, τα οποία εξουδετερώνουν ό,τι μου λέει από “κάτω” η πρωτογενής δια-υποκειμενικότητα.
Η χρήση των λέξεων στο ανώτερο επίπεδο της νόησης, δεν μπορεί να εμποδίσει την ταχύτατη, άμεση αποκωδικοποίηση προθέσεων και συναισθημάτων· όμως, σαφώς μπορεί να κλονίσει καθοριστικά την άμεση και ζωντανή εναρμόνισή μας με μέλη του είδους μας. Αν ο βασανιστής δεν μπορούσε να βραχυκυκλώσει τον συναισθηματικό συντονισμό που του δημιουργούν κιναισθητικά και άμεσα τα δάκρυα και οι κραυγές του θύματός του, δεν θα υπήρχε ως βασανιστής (Virno).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

 

14.6γ. “Δευτερογενής δια-υποκειμενικότητα”: ο Άλλος στο πλαίσιο μιας “κατάστασης”.

Μετά το 1ο κιόλας έτος, το μωρό ξεπερνά την πρωτογενή δια-υποκειμενικότητα ως τον μοναδικό τρόπο άμεσης σχέσης με τον κόσμο των Άλλων – ωστόσο, αυτό το πρωταρχικό δια-υποκειμενικό επίπεδο ενσώματης αντίληψης του Άλλου, συνεχίζει να είναι ενεργό εφ’ όρου ζωής. Το μωρό αρχίζει να συνδέει τις ανθρώπινες δράσεις με το φόντο τους. Μαθαίνει τι σημαίνουν τα πράγματα και για ποια χρήση προορίζονται. Αρχίζει να αντιλαμβάνεται την κοινή με τους Άλλους “κατάσταση” στην οποία συμβαίνουν οι δράσεις τους και το πώς οι Άλλοι διαντιδρούν με τον κόσμο, και έτσι “ανέρχεται” στο επίπεδο της δευτερογενούς δια-υποκειμενικότητας. >>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Αναπτύσσοντας λοιπόν μετά το 1ο έτος τη δευτερογενή δια-υποκειμενικότητα, δεν βιώνουμε πλέον τις στάσεις και τις προθέσεις των Άλλων μόνο μέσω του άδηλου κιναισθητικού συντονισμού μας μαζί τους, αλλά επίσης αλληλεπιδρώντας μαζί τους στο γενικό πλαίσιο κάποιας “κατάστασης” (βλ. 13.1).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Έτσι, θα λέγαμε ότι στη δια-υποκειμενική εμπειρία, όπως σε κάθε εμπειρία, ρέουν ταυτόχρονα και συνεργάζονται τα δύο πολύ γενικά ρεύματα, στα οποία σχηματίζονται και συναρθρώνονται μεταξύ τους οι ελάχιστες μονάδες της εμπειρίας μας, οι “παροντικές στιγμές” (βλ. 4.3, 4.4).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

 

14.8. Η ενσυναίσθηση: πέρα από τις λέξεις ή “σαν να” γινόμαστε διάφανοι.

Υπάρχουν κάποιες καταστάσεις στις οποίες φαίνεται να ξεπερνιούνται μαγικά τα αυστηρά νοητικά όρια μεταξύ μας. Το διαισθητικό κομμάτι της επικοινωνίας μας μοιάζει να διογκώνεται και να κυριαρχεί, θαρρείς και καταλαβαίνουμε χωρίς λέξεις, “τηλεπαθητικά”, τι νιώθει και τι θέλει να πει ή να κάνει ο Άλλος. Μία από αυτές τις περιπτώσεις συντονισμού και μοιράσματος είναι η ενσυναισθητική εμπειρία ή απλώς, “ενσυναίσθηση” (“empathy”), κατά την οποία η εμπειρία του Άλλου είναι “σαν να” εμφανίζεται στη δική μου εμπειρία, “σε μία σχέση συμπαρουσίας” (Ε. Αυδή, προσωπική επικοινωνία, 2012).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>


14.8α. Τι είναι η ενσυναίσθηση. 

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Οι παλαιότερες προσεγγίσεις της ενσυναίσθησης, εστιαζόταν περισσότερο στον συντονισμό της εμπειρίας δύο προσώπων και όχι τόσο στο αν και κατά πόσον διατηρείται κατά την ενσυναισθητική εμπειρία το αίσθημα της ατομικότητας. Σήμερα, το βάρος των περισσότερων προσεγγίσεων τείνει να προσδίδεται τόσο στον συντονισμό των βιωματικών δονήσεων των προσώπων όσο και στη διατήρηση της αίσθησης ατομικότητας στο καθένα τους. Πράγματι, αν χαθεί η “σαν να” συνθήκη, μιλούμε πλέον για “ταυτοποίηση” (“identification”), μία κατάσταση στην οποία, συνειδητά ή μη, αποδίδω σε εμένα τον ίδιο, βιωματικά χαρακτηριστικά ενός άλλου προσώπου (η μίας ομάδας προσώπων). Το αποτέλεσμα είναι να μη διαφοροποιούμαι από τον Άλλον, δηλαδή να βρίσκομαι σε μία διάχυση με το άλλο πρόσωπο, χωρίς όρια, χωρίς να ξέρω πού τελειώνω εγώ και πού αρχίζει ο Άλλος (μία κατάσταση που στη θεραπεία Gestalt λέγεται “συμβολή” – “confluence”).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Ας ξεκινήσουμε από μία αρχική σκέψη: ότι χρειαζόμαστε κάποιο “σήμα”, κάποια πληροφορία από τον Άλλον, ώστε να αντιληφθούμε αυτό που βιώνει. Σε μία κλασική υπόθεση περί ενσυναίσθησης, η οποία είναι γνωστή ως το “εξ αναλογίας επιχείρημα” (“argument from analogy” – Gallagher & Zahavi, 2012), έχω ως βάση τη δική μου εμπειρία και, βλέποντας τους Άλλους να συμπεριφέρονται κάπως, συνάγω εξ αναλογίας ότι η συμπεριφορά τους συνδέεται με εμπειρίες που είναι παρόμοιες με τις δικές μου.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Στην ουσία, πρόκειται μάλλον για μία μονόδρομη οπτική, στην οποία εξαφανίζεται ο Άλλος ως υποκείμενο: αυτός που βιώνει την ενσυναίσθηση, αντιμετωπίζει το άλλο πρόσωπο ως προμηθευτή πληροφοριών και αποδέκτη των ενσυναισθητικών του αποκρίσεων. Κι ακόμη, πρόκειται για μία νοητική, γνωστική προσέγγιση· έστω και αν λαμβάνει υπόψιν της τα συναισθήματα, αφήνει απέξω το φαινόμενο της ενσώματης πλευράς της εμπειρίας και επιπλέον δεν θεωρεί το συναίσθημα ως μία “βιωμένη αίσθηση” (“felt sense”) – ένας όρος του Eugene Gentlin (1982).
Παρακάτω, θα επικεντρωθούμε σε μία αρκετά διαφορετική αντίληψη της ενσυναίσθησης.

 

14.8β. Μία φαινομενολογική – ενσώματη προσέγγιση της ενσυναίσθησης.

Σύγχρονες αντιλήψεις περί του φαινομένου της ενσυναίσθησης, φαίνεται να επιβεβαιώνουν ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να περιορίσουμε το φαινόμενο σε νοητικές διαδικασίες: δηλαδή, να θεωρήσουμε ότι πρώτα αντιλαμβανόμαστε τη συμπεριφορά του Άλλου και στη συνέχεια συμπεραίνουμε ότι οφείλεται σε εμπειρίες ανάλογες με δικές μας.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Ο Staemmler (2007, σ. 52) αναφέρει ότι, φαινομενολογικά, η ενσυναίσθηση δεν είναι απλά και μόνο η ικανότητα να “πιάνω” τη συναισθηματική κατάσταση ενός άλλου προσώπου, αλλά επίσης – και πολύ πιο θεμελιακά – η ικανότητα να αναγνωρίζω ένα άλλο πρόσωπο ως ένα ένα ον το οποίο είναι βασικά ακριβώς όπως κι εγώ: ένα ενσώματο υποκείμενο που έχει ανάλογες εμπειρίες και τη δική του υποκειμενικότητα.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Από αυτήν την άποψη, η ενσυναισθητική εμπειρία συνδέεται στα κατώτατα στρώματά της με τους νευροσφυσιολογικούς μηχανισμούς, οι οποίοι παράγουν την πρωτογενή δια-υποκειμενικότητα, στο επίπεδο του κιναισθητικού συντονισμού μας.
Βέβαια, αυτά τα πρωτογενή θεμέλια της ενσυναίσθησης, αφορούν στον τρόπο με τον οποίο παράγεται το φαινόμενο, χωρίς να αποκλείουν την παράλληλη ανάπτυξη συνειδητής επίγνωσης της ενσυναισθητικής εμπειρίας (ιδιαίτερα αν εξασκηθούμε να την αναγνωρίζουμε όποτε μας κατακλύζει). Δηλαδή, μπορεί η ενσυναισθητική εμπειρία να παράγεται στο μεγαλύτερο μέρος της σε ενσώματο επίπεδο και μη συνειδητά, αλλά ως βιωματικό  γεγονός μπορεί να περάσει στη συνειδητή μας επίγνωση, όπως οποιαδήποτε άλλη εμπειρία την οποία αντιλαμβανόμαστε συνειδητά, χωρίς να έχουμε πρόσβαση στα επίπεδα στα οποία συντίθεται.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

 

14.8γ. Τα όρια της ενσυναίσθησης. 

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Κατά τον Stern (2004), η ενσυναισθητική συγκινησιακή φόρτιση που παράγεται στο πρόσωπο Α, μέσω των κατοπτρικών συστημάτων, δεν μπορεί ποτέ να είναι ταυτόσημη με αυτό που βιώνει ο Β. Η εμπειρία που παράγεται στον Α, ούτως ή άλλως περιλαμβάνει ενσώματα μη συνειδητά βιωματικά στοιχεία (τις άδηλες παροντικές στιγμές) τα οποία είναι μοναδικά και παράγονται ζωντανά, ενόσω αναπτύσσεται άμεσα η εμπειρία. Τα βιωματικά αυτά στοιχεία σφραγίζουν την ατομική εμπειρία με τη μοναδικότητά της και της προσδίδουν ένα απολύτως προσωπικό συγκινησιακό χρώμα και δραματική ένταση (βλ. 4.3, 4.5).

Επίσης, ο Stern τονίζει ότι ο κατοπτρικός συντονισμός μεταξύ του Α και του Β, όπως βιώνεται από τον Α, ανεξάρτητα από τα ατομικά συνειρμικά δίκτυα του Α, άσχετα από την κατάσταση μέσα στην οποία διεγείρονται τα κατοπτρικά συστήματα και των δυο τους. Δηλαδή, αυτό που λαμβάνει κατοπτρικά ο Α, όταν παρατηρεί την εκ προθέσεως πράξη του Β, μπορεί να τον παραπέμψει σε άλλες, προσωπικές του εμπειρίες, οι οποίες δεν σχετίζονται με το πλαίσιο μέσα στο οποίο τώρα αλληλεπιδρά με τον Β. Ή, διαφορετικά, όταν βλέπει τον Β να κάνει κάτι, αυτό που θα νιώσει τελικά ο Α, μπορεί να μη σχετίζεται με αυτό που νιώθει ο Β εκτελώντας τη συγκεκριμένη πράξη, παρότι υφίσταται ο συγκινησιακός συντονισμός του Α και του Β σε πρωτογενή επίπεδα. Αυτό συμβαίνει γιατί ο σχηματισμός της εμπειρίας του Α επηρεάζεται από τα δικά του συνειρμικά δίκτυα, τα οποία διεγείρονται τη στιγμή της επαφής του με τον Β.
Όταν σε βλέπω να κλαις, συντονίζομαι συναισθηματικά και μπορεί να κλάψω κι εγώ, όμως η εμπειρία μου έχει αποκλειστικά δικά της στοιχεία, που τη διαφοροποιούν από τη δική σου, παρά τον συντονισμό μας. Έτσι, η ενσυναισθητική βιωματική γέφυρα δεν σημαίνει ότι σε βιώνω όπως ακριβώς εσύ βιώνεις τον Εαυτό σου ούτε ότι το βίωμά μου αποτελεί ένα “ακριβές αντίγραφο” της εμπειρίας σου ούτε ότι έχω πρόσβαση στη δική σου συνείδηση ακριβώς με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο έχω πρόσβαση στη δική μου:

… (α) λόγω της διαφορετικής στοιχειώδους συγκινησιακής φόρτισης των παροντικών στιγμών που βιώνει ο καθένας μας,
… (β) λόγω των διαφορετικών συνειρμικών δικτύων που διεγείρονται στον καθένα κατά την επαφή μας. Τελικά, κατά τον Gallese (όπως παραπέμπει ο Staemmler, 2007, σ. 54), φαίνεται ότι η εξέλιξη δεν σχεδίασε τους κατοπτρικούς νευρώνες αποσκοπώντας μόνο στη μίμηση, αλλά κυρίως στην κατανόηση.

 

14.9. Ο υπαρξιακός διάλογος του Martin Buber: η διαλογική στάση, “Εγώ-αυτό” και “Εγώ-Εσύ”, ο ενδιάμεσος χώρος.

Ο “διάλογος” αναφέρεται γενικότερα στις διαδικασίες που αναπτύσσονται κατά τη ζωντανή, άμεση συνάντηση δύο υποκειμένων, τα οποία απευθύνονται το ένα στο άλλο: είναι μία “δια-υποκειμενική” κατάσταση. Ο διάλογος αποτελεί επίσης αντικείμενο φιλοσοφικού προβληματισμού και, από τις αρχές του περασμένου αιώνα, προσεγγίστηκε με διαφορετικούς τρόπους, από διαφορετικούς διανοητές.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Ωστόσο, μία από τις καθοριστικές επιρροές στην περί διαλόγου φιλοσοφία (και τις ιδέες του διαλογικού υπαρξισμού – βλ. 12.7) υπήρξε το έργο του Martin Buber, όπως και του Emmanuel Levinas (για τον τελευταίο, βλ. στο τέλος της ενότητας 13.1).

 

14.9α. “Εγώ-αυτό”, “Εγώ-Εσύ”, η πρωτογενής δια-υποκειμενικότητα.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Ο Buber θεωρεί τον άνθρωπο ως ένα ον εγγενώς σχεσιακό και την ύπαρξη ως άρρηκτα συνδεδεμένη με τον Άλλον: δεν υπάρχει κανένα “εγώ” αλλά μόνο το “εγώ” της στοιχειώδους έκφρασης “Εγώ-Εσύ” και το “Εγώ” της στοιχειώδους λέξης “Εγώ-αυτό” […] Το “Εγώ” χρειάζεται ένα “Εσύ” για να γίνει· καθώς γίνομαι “εγώ”, λέω “Εσύ” (Buber, 1970, σ. 54). Ο Buber δεν θεωρεί το “πραγματικό πρόσωπο” ως ένα ον “δι’ εαυτό”, μία αυτάρκη μονάδα επικεντρωμένη στο εγώ της, αλλά ότι ένα πρόσωπο εμφανίζεται ως “πρόσωπο” στη σχέση του με άλλα πρόσωπα (Σιαμπάνη, 2017).
Στο σημείο αυτό, πιστεύω ότι πρέπει να υπογραμμιστεί κάτι σημαντικό· όπως αναφέραμε στην ενότητα 14.2 (για τις σύγχρονες φαινομενολογικές προσεγγίσεις της δια-υποκειμενικότητας), η συνάντηση δύο ανθρώπων δεν νοείται ως κάτι που συμβαίνει στο πλαίσιο μιας ριζικής ετερότητας (Zahavi, 2001, σ. 160)· δηλαδή, δεν είναι ζήτημα δύο προσώπων τα οποία στέκονται απέναντι και, λόγω ενσυναίσθησης, μοιράζονται κατά κάποιον τρόπο την εμπειρία τους. Αντίθετα, από φαινομενολογικής άποψης, το κάθε πρόσωπο, βιώνοντας πρωταρχικά τον εαυτό του ως ενσώματο υποκείμενο, ενέχει ήδη μία σύνδεσή του με τον κόσμο και τους Άλλους, αφού η ίδια η αυτοσυναίσθησή του περιλαμβάνει εξαρχής μία διάσταση ετερότητας – μια προσέγγιση που σήμερα στηρίζεται όλο και περισσότερο από τις νευροεπιστήμες.
Αυτή η πρωτογενής και πολύ απτή ενσώματη διασυνδεσιμότητα, πιστεύω ότι προσφέρει μια θαυμάσια “βάση στήριξης” στην ευρύτερη σχεσιακή διάσταση της σκέψης του Buber.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

 

14.9β. Η διαλογική στάση, ο “ενδιάμεσος χώρος”, η “Εγώ-Εσύ στιγμή”, η σχετικότητα της “αγάπης”.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Κατά τον Buber, η “διαλογική στάση” (“dialogical attitude”) χαρακτηρίζεται από δύο “θέσεις” που εναλλάσσονται φυσιολογικά στη ζωή: “Εγώ-Εσύ” (“I-Though”) και “Εγώ-αυτό” (“I-it”).

Στην “Εγώ-αυτό” θέση εστιαζόμαστε στον στόχο της συνάντησης και όχι στον άλλο πόλο της. Ενίοτε, αντικειμενοποιούμε τον Άλλον – ο οποίος γίνεται “άλλος” και ίσως το μέσον για να φτάσω κάπου ή για να αποκομίσω κάτι – οπότε τον χειρίζομαι, τον κατευθύνω, υπολογίζοντας, προσχεδιάζοντας στρατηγικές συμπεριφοράς, και πιθανά ασκώντας διαφορετικού βαθμού και είδους εξουσία.
Στην “Εγώ-Εσύ” θέση, εστιαζόμαστε στην ύπαρξή μας μέσα στη σχέση· ο Άλλος είναι “έτερος” και τον αποδεχόμαστε ως έναν κόσμο ολόκληρο, απροσπέλαστο και εντελώς διαφορετικό από τον δικό μας.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Στη θεραπεία Gestalt, αυτή η τρίτη σχεσιακή πραγματικότητα, συνήθως ονομάζεται “ενδιάμεσος χώρος” (“space between”, “the Between”, “between”). Νομίζω πως είναι ξεκάθαρο ότι ο όρος “ενδιάμεσος χώρος” είναι στην ουσία ένα δια-υποκειμενικό πεδίο (βλ. 14.4).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από αυτές τις διαφορές, η σκέψη του Buber όπως και του Levinas, χαρακτηρίζεται από πολλά θεολογικά στοιχεία. Επίσης, όπως συμβαίνει γενικότερα σε κάποια επί μέρους ρεύματα του διαλογικού υπαρξισμού, το θέμα της “αγάπης” εμφανίζεται συχνά, αμέσως ή εμμέσως· δηλαδή, ενώ στον μονολογικό υπαρξισμό η ανθρώπινη αλληλεγγύη αναφέρεται στην επαναστατική στάση, στον διαλογικό υπαρξισμό (όπως λόγου χάριν στις ιδέες του Jaspers και του Marcel), η αλληλεγγύη αποκαλύπτεται απευθείας μέσω της αγάπης (Gier, 1976).

Αυτό ακριβώς το ζήτημα (η σύνδεση κάποιων κατευθύνσεων του διαλογικού υπαρξισμού με την έννοια της αγάπης, σε συνδυασμό με θεολογικά στοιχεία), συνιστά ένα ιδιαιτέρως ευαίσθητο σημείο: κατά τη γνώμη μου, παρά την αδιαμφισβήτητη πολύ μεγάλη σημασία της κατά τον Buber διαλογικής στάσης για μία λειτουργική και “ανθρώπινη” σχέση, κάποιες φορές, τα διάφορα σημεία που συνιστούν αυτήν την στάση παρερμηνεύονται ή “διαβάζονται” κάπως επιπόλαια, ιδιαίτερα όσον αφορά στη σχέση της με την αγάπη.

Είναι γεγονός πως οι ιδέες στη σκέψη τόσο του Buber όσο και του Levinas παραπέμπουν σχεδόν άμεσα σε μία στάση αγάπης, με πολλές μάλιστα χριστιανικές αποχρώσεις – για τον Levinas, όλα τα πρόσωπα είναι “αινίγματα που ζητούν να τα αγαπήσουμε” (Μπρυκνέρ, 2013, σ. 303). Αυτό είναι μία διάχυτη αίσθηση, παρότι και οι δύο σπουδαίοι αυτοί φιλόσοφοι δεν κάνουν κανενός είδους “κήρυγμα” και προσέχουν πολύ τις διατυπώσεις τους. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που πιστεύω προσωπικά, είναι ότι με μία επιπόλαιη ανάγνωση των ιδεών τους και ανεξάρτητα από το όλο ευρύτατο φιλοσοφικό πνεύμα του διαλογικού υπαρξισμού, μπορεί κάποιος εύκολα να θεωρήσει ότι η αγάπη ανάγεται σε μία “ηθική” αξία, σε έναν αυτοσκοπό – είμαι “καλός” όταν αγαπώ τους Άλλους.
Εν τούτοις, η αγάπη είναι επιλογή· είναι σύνθετη και δυσκολότατη στάση με υψηλά κόστη, είναι ευθύνη, είναι υπέρβαση και όχι μία απλή διάθεση ή στροφή προς τον Άλλον – και φυσικά, δεν είναι αναγνώσιμη αποκλειστικά μέσω μιας χριστιανικής οπτικής.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Ωστόσο, θεωρώ ότι μία κατά πώς μας “βολεύει” επιδερμική θεώρηση της αγάπης, τής προσδίδει ένα χρώμα τριανταφυλλί και μία “συννεφένια” απαλή υφή· την αποδυναμώνει από τη δυναμικής της, ενώ μάς παραπέμπει σε μία αφελή, “εύκολη” και υπεραπλουστευμένη διασυνδεσιμότητα με τους Άλλους, πολύ κοντά στο κλίμα της εμπορευματοποιημένης τάσης New Age της δεκαετίας του ΄60 (βλ. το Παράρτημα Γ).

Θεωρώντας δε την αγάπη ως αυταπόδεικτη ηθική αξία, καταντά ένα είδος καταπίεσης – “πρέπει” να αγαπώ, “πρέπει” να πνίγω ό,τι θεωρώ πως δυναμιτίζει αυτό που λέγεται συλλογικά “αγάπη”. Ξοδεύω την ικανότητά μου για αγάπη σε επιπόλαια χαμόγελα, σε μία επιφανειακή ατμόσφαιρα επίπλαστης θαλπωρής και εγγύτητας. Επίσης, εφόσον η αγάπη γίνεται καθήκον και κριτήριο καταξίωσης, την επινοώ και τη μιμούμαι, νομίζοντας ότι έτσι τη βιώνω. Επιπλέον, ό,τι με διαφοροποιεί από τους Άλλους τείνω να το ερμηνεύω αμέσως ως στίγμα, νιώθοντας βαθύτατη ενοχή που “είμαι” έτσι (αντιφατικός, συχνά μικροπρεπής και συμφεροντολόγος) και όχι “καθαρή αγάπη”.
Φτάνουμε έτσι σε μία παμφάγα και λαίμαργη εκδοχή της αγάπης, με τη χλιαρότητα του αμνιακού υγρού και την ισοπέδωση των διαφορών, καθώς παλεύουμε να στριμωχτούμε αναγκαστικά στη γιγαντιαία μήτρα ολόκληρης της ανθρωπότητας· φτάνουμε σε ένα είδος συναισθηματικής καταπίεσης και ρατσισμού, που παρεμποδίζει εξαιρετικά την οποιαδήποτε πιθανότητα ουσιαστικής εξέλιξης της ύπαρξης. “Οι άνθρωποι δεν συνδέονται μεταξύ τους μόνο με την αγάπη […] η αγάπη δεν μπορεί να νικήσει το μίσος, την οργή, τη φονική τρέλα […] Δεν γνωρίζουμε όλους τους ανθρώπους, πολλούς απλώς τους συναντάμε· δεν είναι όλα τα πρόσωπα αινίγματα που ζητούν να τα αγαπήσουμε (όπως γράφει ο Λεβινάς). […] όλοι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να τους αφήνουμε στην ησυχία τους. Διατηρώ μία ευγενική απόσταση από όλους αυτούς τους ανθρώπους, δεν θέλω το κακό τους. Η καλοπροαίρετη ουδετερότητα θα έπρεπε να είναι ο modus vivendi της συλλογικής ζωής” (Μπρυκνέρ, 2013, σ. 301, 303).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

 

14.10. Χαρακτηριστικά σημεία της διαλογικής στάσης.

>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

14.10α. “Συμπερίληψη”, “αποδοχή”, “επιβεβαίωση”, εμπιστοσύνη στην εξελισσόμενη διαδικασία της ζωντανής σχέσης με τον Άλλον.

Σύμφωνα με τον Mann (2010), η “συμπερίληψη” (“inclusion”) είναι ο συνδυασμός δύο τάσεων στη στάση του κάθε προσώπου. Ο Α, από τη μία πλευρά, τιμά την απολύτως ξεχωριστή και προσωπική εμπειρία του Β, στρεφόμενος προς το “Εσύ”. Από την άλλη πλευρά, “πατά” πάντα σταθερά στον άλλο πόλο της διάδρασης, στη δική του προσωπική πραγματικότητα. Η “συμπερίληψη” είναι κατά μία έννοια μία ταυτόχρονη επίγνωση των όσων συμβαίνουν στον Α και του συνειδητού προσανατολισμού προς τον κόσμο του Β.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Στον υπαρξιακό διάλογο, σχετικές με τη συμπερίληψη είναι οι έννοιες: “αποδοχή” (“acceptance” – Jacobs, 1989) και “επιβεβαίωση” (“confirmation” – Jacobs, 2008). Κατά τον Yontef (1993), ο Α αποδέχεται τον Β όταν τον αναγνωρίζει ως μία ξεχωριστή ύπαρξη – είναι σαν να δηλώνει ότι στον κόσμο του υπάρχει χώρος και για τη διαφορετικότητά του Άλλου. Ταυτόχρονα, όταν ο Β νιώθει την αποδοχή του Α, είναι σαν ο Β να εισπράττει μία άλλη εκδοχή του – και τότε, κατά τον Brownell (2010), αναδύεται η δυνατότητα του Β να αποδεχτεί ο ίδιος τον Εαυτό του. Προχωρώντας ακόμα περισσότερο, φτάνουμε στην επιβεβαίωση του Άλλου: την αποδοχή σε όλο το φάσμα του δυναμικού της ύπαρξής του. Επιβεβαίωση δεν σημαίνει ότι “συμφωνώ” με το περιεχόμενο των λόγων κάποιου άλλου προσώπου, αλλά ότι το αποδέχομαι σε όλο το φάσμα των πιθανών αυθεντικών του εκδηλώσεων.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

 

***EΠΙΛΟΓΟΣ
Eφ’ όλης της ύλης: ένα αφιέρωμα στα φλιπεράκια.

Φτάνοντας στο τέλος αυτού του βιβλίου και έχοντας πλέον αποφασίσει τι θα περιλαμβάνει ο Επίλογός του, αντιλαμβάνομαι ότι η συγγραφή του δεν ήταν ένα μεγάλο ταξίδι σε κάποιο μικρό βήμα, αλλά άπειρα ταξίδια σε πάρα πολλά βήματα, τα οποία έφτασαν τελικά να αποτελούν μία ολόκληρη περίοδο της ζωής μου, με διάρκεια πολλών ετών.
Έγιναν πολλά σ’ αυτά τα χρόνια, έζησα πολλά, έπαθα και ίσως κάτι λίγο να έμαθα μέσα σε τόσα γεγονότα, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλους μας, καθώς διανύουμε τη διαδρομή μας. Δεν ξέρω να πω ακριβώς τι μένει από όλα αυτά, τώρα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι έχω μια αίσθηση, σαν να επικυρώθηκε κάτι που πάντα πίστευα, το οποίο είναι το εξής:
Μπορεί να μη γνωρίζω αν υπάρχει κάτι, πέρα από όλα όσα είμαι σε θέση να γνωρίζω για τον κόσμο, απλώς και μόνο ζώντας έντιμα “μέσα” στην αγκαλιά του· μπορεί να μην επιλέγω (για την ώρα) κάποια πίστη, ώστε να δώσω σχήμα σε ό,τι δεν γνωρίζω. Ωστόσο, εξακολουθώ να νιώθω την ανάγκη να υποκλίνομαι με σεβασμό στο Μέγα Άγνωστο· κι επιπλέον, να παρακαλώ ακόμη πιο θερμά, με κάθε μου κύτταρο και κάθε μέρα, να έχω δύναμη να καλωσορίζω, με τη σοφία της ευγνωμοσύνης και την αστραπή της παιδικής λαχτάρας, το θαύμα της καινούριας μέρας που ξημερώνει. Αμήν, από τα άδυτα του ναού της σημερινής μέρας.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

 

Ε1.   Γιατί αυτός ο Επίλογος και τι σχέση έχουν τα φλιπεράκια με το βιβλίο αυτό;

Στις αρχές του 2010, κάνοντας τα πρώτα σχεδιάσματα ενός μελλοντικού βιβλίου, ανακάλυψα ένα θαυμάσιο, σύντομο και εξαιρετικά εμπνευσμένο άρθρο του Peter Philippson (1996), στο οποίο συσχετίζει τα φλιπεράκια με την Κινέζικη παράδοση του Ζεν (βλ. 12.16) και την έννοια της “διαδικασίας”, δηλαδή της ροής των πραγμάτων στη ζωή.

Είχα ενθουσιαστεί, είχα μείνει κατάπληκτος, μαγεμένος με την ιδέα του Philippson. Τα φλιπεράκια ήταν βασικό στοιχείο της νιότης μου, σέβομαι βαθύτατα το Ζεν (μία παράδοση, της οποίας οι επιδράσεις ήταν έντονες στη γενιά μου) και ούτως ή άλλως βλέπω τη ζωή ως μία διαρκώς αναπτυσσόμενη διαδικασία· επίσης, ο τρόπος που ο Philippson μιλά για τον “παίκτη” που ξέρει να παίζει καλά τα φλιπεράκια, μού θύμισε αμέσως τον αντιήρωα και την ατμόσφαιρα νουάρ, η οποία πάντα με συγκινεί έντονα (βλ. 12.15).

Έτσι, σκέφτηκα να φτιάξω ένα κείμενο βασισμένο στο γενικό πνεύμα αυτού του τόσο πρωτότυπου άρθρου του Philippson. Ήθελα να τονίσω έντονα όλα όσα μού διήγειρε εκείνο το εκπληκτικό άρθρο και επίσης να διασκεδάσω καθώς θα προχωρούσα, με τον δικό μου τρόπο, την ιδέα του “παίκτη”. Τον φαντάστηκα μέσα στην ατμόσφαιρα νουάρ και χρησιμοποίησα συνειδητά προσωπικές αναφορές, κυρίως στον εξαιρετικό Clint Eastwood (1930-) και σε όλα τα πανέμορφα, συχνά παρεξηγημένα και καθαρά υπαρξιακά νουάρ, στα οποία έπαιζε ή σκηνοθετούσε. Ο μοναχικός πιστολέρο ή ο “βρώμικος” επιθεωρητής Harry Callahan του Clint Eastwood, συγκεντρώνει με έναν δικό του τρόπο πολλά στοιχεία ηρώων του πιο σύγχρονου νουάρ, όπως είναι ο φιλοσοφημένος ντετέκτιβ Philip Marlowe στις ιστορίες του Raymond Chandler (1888-1959). Κάποια στιγμή, σκέφτηκα και τον γνωστό Λούκι-Λουκ των René Goscinny (1926-1977) και Albert Uderzo (1927-)· όμως, αν και μου αρέσουν πολύ αυτά τα κόμικς, ο Λούκι-Λουκ είναι για μένα υπερβολικά ψυχρός κι ενοχλητικά “τέλειος”, χωρίς να φανερώνεται ποτέ έστω κάποιο αδιόρατο ίχνος υπαρξιακής τρωτότητας. Έτσι, κράτησα την αρχική μου αναφορά στα φιλμ-νουάρ.

Στην περίοδο αυτή του πιο σύγχρονου νουάρ, όπως σημείωσα στην ενότητα 12.15, οι ήρωες είναι πάντοτε αντιήρωες, αλλά δεν αφανίζονται από τη διαφθορά της πραγματικότητας· έχουν στήσει τον κόσμο τους με τελείως προσωπικά συστήματα αξιών και μια ιδιότυπη ανθρωπιά· σχετίζονται επιλεκτικά με τις κοινωνικές δομές και πληρώνουν το κόστος· έχουν έναν ήσυχο και διακριτικό τρόπο να εκτελούν έντιμα το καθήκον τους με θαυμαστή διαίσθηση και ακρίβεια· φαίνονται απόμακροι, χαρακτηρίζονται όμως από ζέση στην καρδιά και, σπάνια βέβαια, εκδηλώνουν χείμαρρο συναισθημάτων. Η στάση τους γενικά είναι απολύτως υπαρξιακή, όπως είναι και ο όλος προσανατολισμός αυτού του βιβλίου.

Με όλα αυτά τα στοιχεία, γεννήθηκε ο Παίκτης αυτού του Επιλόγου και κυρίως το ύφος του κειμένου αυτού. Η στάση του Παίκτη ως προς το φλίπερ είναι όπως η στάση ενός αντιήρωα νουάρ στη ζωή. Για μένα, είναι μία σχεδόν “μετα-γουέστερν” εκδοχή κάθε ανθρώπου που βαδίζει ορίζοντας (συνειδητά ή μη) τη σχέση του με βασικά δεδομένα της ανθρώπινης ύπαρξης, της ζωής και του τρόπου με τον οποίο φαίνεται να προχωρούν γενικότερα τα πράγματα. Ο άνθρωπος αυτός “παίζει” στη ζωή, όπως ο Παίκτης στα φλιπεράκια, γνωρίζοντας πως ίσως είναι κι ο ίδιος μπάλα σε κάποιο μεγαλύτερο φλίπερ.

Τελικά, όντως έφτιαξα το κείμενο και το κράτησα στο συρτάρι, ευελπιστώντας ότι κάποτε θα το χρησιμοποιούσα. Και να που ήρθε η ώρα του, μαζί με την ευκαιρία να απευθύνω κι από εδώ ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Peter Philippson για την ιδέα του.

 

Ε2.   Τι είναι το φλίπερ.

Γύρω στα 1970, μαθητής ακόμα, γνώρισα τα φλίπερ στην πόλη μου, τη Θεσσαλονίκη, σε κάποια σφαιριστήρια με μπιλιάρδα, πινγκ-πονγκ και ποδοσφαιράκια,. Είχα μαγευτεί από τη λογική και τη φιλοσοφία εκείνου του παιχνιδιού. Ωστόσο, τότε έπαιξα σχετικά λίγο τα φλιπεράκια, επηρεασμένος από τη γενικότερη αρνητική γνώμη που κυριαρχούσε για τα σφαιριστήρια, εκείνα τα ύποπτα καταγώγια, όπου κατά κανόνα μπορούσες να βρεις τα φλίπερ. Αργότερα, όταν διαδόθηκαν ευρύτερα, χόρτασα το παιχνίδι και επιτέλους εκτόνωσα αυτό το απωθημένο της παιδικής μου ηλικίας.

Τα πρώτα φλίπερ που γνώρισα δεν ήταν ψηφιακά. Επρόκειτο για θαύματα ηλεκτρολογικής πολυπλοκότητας. Ένα μακρόστενο, ελαφρά επικλινές τραπέζι, σκεπασμένο με τζάμι. Κάτω από το τζάμι, αραδιασμένα στην επιφάνεια διάφορα εμπόδια με λάστιχα, διάδρομοι με πόρτες που ανοιγοκλείνουν, τρύπες, κινούμενα ελάσματα, ανθρωπάκια και τέρατα και κάθε λογής αντικείμενα-στόχοι (ανάλογα με το θέμα του κάθε φλίπερ) που ανεβοκατέβαιναν όταν τα χτυπούσε η μπάλα, έδιναν πόντους, bonus ή σου έτρωγαν τη μπάλα κλπ.

Στεκόσουν στη μια άκρη του τραπεζιού. Απέναντι, κάθετα στο τραπέζι, ένας πίνακας για το σκορ. Στο ένα πλάι, ένα έμβολο με ελατήριο, με το οποίο εκτινάσσεις μία ατσάλινη μπάλα μέχρι την κορυφή του τραπεζιού κι αυτή, λόγω της κλίσης του, κυλά προς τα κάτω περνώντας από τις διάφορες δομές του φλίπερ, ώσπου να την καταπιεί μια τρύπα στο κάτω μέρος του τραπεζιού (το κάθε φλίπερ έδινε τρεις συνολικά μπάλες ανά παρτίδα).

Στη διαδρομή, αναπηδά στα διάφορα εμπόδια. Μπαίνει στους διαδρόμους, ρίχνει πορτούλες, ανεβαίνει ράγες, χτυπιέται εδώ κι εκεί, περνά τούνελ κλπ. Κάθε φορά που αγγίζει κάτι, ένα κύκλωμα ενεργοποιείται. Ένα λάστιχο στέλνει μακριά τη μπάλα, ένα ελατήριο την τινάζει, κάτι που πετάγεται ξαφνικά εκτρέπει την πορεία της, ώσπου κάποτε, αναπόφευκτα, χάνεται στην τελική τρύπα. Σε όλη αυτή τη διάρκεια της τρελής της διαδρομής, αναβοσβήνουν φωτάκια διαρκώς, ακούγονται ήχοι διάφοροι, σειρήνες, κρότοι, μουσικές, επιφωνήματα.

Αριστερά και δεξιά στο τραπέζι, δύο κουμπιά, που μπορούσαν να μετακινήσουν δύο πολύ μικρές “ρακέτες” (καμιά φορά και τρεις), μέσα στο χώρο του παιχνιδιού, κάτω-κάτω, αριστερά και δεξιά από την αμείλικτη μαύρη τρύπα. Αυτός ήταν και ο μόνος τρόπος να επηρεάσεις το τρελό κύλισμα της μπάλας, αφού το παιχνίδι στο μεγαλύτερο μέρος του εξελίσσεται αυτόματα, αφού εκτινάξεις τη μπάλα στην αρχή. Με τις “ρακέτες”, μπορούσες να τη χτυπήσεις όταν, καθώς κατρακυλούσε, έφτανε στο κάτω μέρος του τραπεζιού. Ωστόσο, επειδή οι ρακέτες δεν κάλυπταν την τρύπα όταν τις κινούσες, ήταν ζήτημα τύχης αν η τροχιά της μπάλας θα την έφερνε στις ρακέτες σου ή θα την έριχνε στην άβυσσο.

Μπορούσες και να “κλέψεις” κιόλας: να κουνήσεις ελαφρά το τραπέζι, ώστε να εκτρέψεις λίγο την μπάλα από την πορεία της. Ωστόσο, αν το κουνούσες πολύ δυνατά, έσβηναν όλα σαν να έπεφτε ένας διακόπτης “off”· παρέλυε το παιχνίδι, άναβε η τρομακτική λέξη “tilt”, ακουγόταν ένας απαίσιος ξερός κρότος σαν πυροβολισμός και, φυσικά, η μπάλα κατρακυλούσε αμέσως στο σκοτάδι της μαύρης τρύπας – ανενόχλητη πλέον από τα διάφορα λάστιχα, ελατήρια έμβολα και κάθε λογής εμπόδια, τα οποία την τίναζαν εδώ κι εκεί όταν τα ακουμπούσε και ενεργοποιούνταν κάποιο κύκλωμα.

Μηνύματα εμφανιζόταν παντού στο επίπεδο του τραπεζιού: “χτύπα εδώ για να κάνεις διπλό σκορ”, “ρίξε όλες τις πόρτες και θα έχεις μια έξτρα μπάλα”, “πέρασε 5 φορές σε 3 λεπτά τη μπάλα σου από αυτόν τον διάδρομο και θα έχεις έξτρα πόντους”, “χτύπα εδώ και θα έχεις bonus τον τριπλασιασμό του σκορ για ένα λεπτό” κλπ. Κι εσύ, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να περιμένεις να πέσει η μπάλα στις “ρακέτες” σου, να αναβάλλεις τον αφανισμό της και να δεις τι μπορείς να πετύχεις μέσα σε όλη αυτή τη φαντασμαγορία.

Φτάνοντας ένα ορισμένο σκορ, “γυρνούσες” το παιχνίδι, πράγμα που σημαίνει ότι το φλιπεράκι έκανε έναν δυνατό ξερό κρότο σαν πυροβολισμό και σου έδινε δωρεάν ακόμη έναν γύρο. Κάθε φλιπεράκι είχε και ένα θέμα ως προς το οποίο ήταν στημένο το παιχνίδι, τα εμπόδια, οι πιθανές διαδρομές της μπάλας, οι ήχοι που ακουγόταν, τα φωτάκια και τα μηνύματα που αναβόσβηναν, ο τρόπος που σκόραρες.

Το μη ψηφιακό (το αναλογικό) φλιπεράκι ήταν ένα αχανές δίκτυο αλληλοεπηρεαζόμενων κυκλωμάτων, μηχανικών κομματιών και της κυριολεκτικά οργιώδους φαντασίας του κατασκευαστή του. Αργότερα, η συγκλονιστική αμεσότητα (και η μαγεία) του παιχνιδιού μειώθηκε πάρα πολύ, όταν τα φλίπερ έγιναν ψηφιακά και τέλος, σχεδόν εξαφανίστηκε, όταν έγιναν βίντεο-παιχνίδια.

Στο φλίπερ, ουσιαστικά, ο παίκτης δεν ελέγχει την μπάλα. Ανακεφαλαιώνοντας, οι δυνατότητες παρέμβασης είναι ελάχιστες. (α) Με το έμβολο μπορείς να ρυθμίσεις (ίσως) το πού θα πρωτοχτυπήσει μπαίνοντας στο παιχνίδι. (β) Με τις δύο “ρακέτες”, κάνεις κάτι ελάχιστο (αλλά σημαντικότατο για την πορεία του παιχνιδιού), όταν η πορεία της μπάλας τη φέρνει επάνω τους: μπορείς να την αποκρούσεις απευθείας ή πρώτα να την ισορροπήσεις στη “ρακέτα”, να αποπειραθείς να σημαδέψεις προς τα εκεί που θα πάρεις πολλούς πόντους και μετά να την εκτοξεύσεις δυνατά ή μαλακά, ανάλογα με το τμήμα της ρακέτας που θα τη χτυπήσει. (γ) Μπορείς και να “κλέψεις”, κουνώντας ελαφρά το τραπέζι (όμως προσοχή στο “tilt”!). Στην πράξη, σχεδόν ανύπαρκτος έλεγχος, καθώς η μπάλα γράφει την τυχαία, τρελή της διαδρομή, αναπηδώντας εδώ κι εκεί.

 

Ε3.   Ο παίκτης και ο Παίκτης.

Βλέπεις έναν έμπειρο Παίκτη μπροστά σε ένα φλίπερ. Η μπάλα φαίνεται να χτυπάει εκεί που πρέπει για να σκοράρει. Θαρρείς και ξέρει πού και πώς να αναπηδήσει. Οι “ρακέτες” τη χτυπούν με ακρίβεια, όταν και όπως πρέπει. Ο Παίκτης φαίνεται να μην κάνει καμία προσπάθεια, φαίνεται να κάνει κάτι εξαιρετικά απλό. Κι όμως, “γυρίζει” τα παιχνίδια το ένα μετά το άλλο, φτάνοντας κάθε φορά απίθανα νούμερα στο σκορ.

Επιχειρείς να παίξεις κι εσύ, ο απλός παίκτης. Στέκεσαι μπροστά στο φλίπερ και σκέφτεσαι με τρόμο: “τι μπορώ να κάνω μόνο με ένα έμβολο και δύο κουμπιά;… σε αυτό το παιχνίδι δεν έχω καμία πιθανότητα”. Νιώθεις, μικρός, ασήμαντος, αβοήθητος, σου φαίνεται ότι το παιχνίδι είναι “στημένο” άδικο (αφού στο τέλος πάντα χάνονται και οι τρεις μπάλες), καθυστερείς να αρχίσεις γιατί είσαι σίγουρος πως θα γίνεις ρεζίλι.

Ύστερα από κάποια απελπιστικά χαμηλά σκορ, λες: “θα μάθω ακριβώς πώς δουλεύει αυτό το σατανικό μηχάνημα”. Μαζεύεις πληροφορίες για το πώς λειτουργούν το έμβολο και οι “ρακέτες”. Μελετάς μερικά φλίπερ που έχεις διαλέξει για αρένα, στην παραμικρή τους λεπτομέρεια: πού δίνουν πόντους, ποιες είναι οι παγίδες. Εξασκείσαι στο να υπολογίζεις με τεράστια ακρίβεια τις κινήσεις σου. Πόσο θα τραβήξεις το έμβολο. Πώς ακριβώς θα πατήσεις τα δύο μοναδικά κουμπιά με τα οποία επικοινωνείς με το παιχνίδι. Πόσο και πώς θα κουνάς το τραπέζι ώστε να μην κάνει “tilt”.

Ξέρεις πια, σε επίπεδο πληροφορίας, ακριβώς όσα και ο Παίκτης για την έτσι κι αλλιώς απειροελάχιστη δυνατότητα να επηρεαστεί η πορεία της μπάλας, διαθέτεις ακριβώς τα ίδια μέσα και έχεις εξασκηθεί αρκετά.

Ξεκινάς και πάλι, σίγουρος ότι αυτή τη φορά θα τα καταφέρεις, ύστερα από τόση προσπάθεια να συγκεντρώσεις τόση πληροφορία και ύστερα από τόση εξάσκηση για την αξιοποίησή της.

Και όμως! Συχνά, μόλις σε 3-4 λεπτά έχεις χάσει και τις τρεις μπάλες τις παρτίδας. Σου ξεγλιστρούν σαν να έχουν δική τους βούληση. Δοκιμάζεις να τραβήξεις το έμβολο 2-3 χιλιοστά λιγότερο ή περισσότερο (είσαι καλά εξασκημένος), ανατρέχεις στη θεωρητική πληροφορία που ξεσήκωσες για την κατασκευή του παιχνιδιού. Πάλι χάνεις γρήγορα. Οι μπάλες μοιάζουν να σε κοροϊδεύουν, καθώς κάποιες φορές δεν σκοράρουν ούτε έναν πόντο. Ή, σου ξεφεύγουν λες και κυλούν με το μοιρογνωμόνιο, ακριβώς εκεί, στον ελάχιστο ελεύθερο διάδρομο ανάμεσα στις “ρακέτες” σου, γλιστρώντας χαρούμενες στο στόμα του τίποτα. Και αρχίζεις να μην ευχαριστιέσαι. Σκέφτεσαι τι έχεις κάνει λάθος.

 

Ε4.   Πώς παίζει ο Παίκτης. 

Λες: “δεν μπορεί, μού λείπει η εμπειρία και η πρακτική”. Σωστά, αλλά σε τι; Παρατηρείς καλύτερα έναν Παίκτη. Και τότε, επιτέλους καταλαβαίνεις! Πού ακριβώς σου λείπει η εξάσκηση. Ο Παίκτης είναι πρώτα από όλα πολύ χαλαρός. Πατάει σταθερά στα πόδια του. Δεν κάνει άσκοπες νευρικές κινήσεις. Σχεδόν ποτέ δεν κοιτάζει το σκορ στον πίνακα. Βέβαια, πίνει πού και πού μια γουλιά μπίρα ή καφέ ή καπνίζει αργά το τσιγάρο του. Πάντα ανάμεσα στις παρτίδες. Ποτέ στη διάρκειά τους. Πού και πού, κάνει δυο τρία βήματα για να ξεμουδιάσει (και πάλι μόνον ανάμεσα στις παρτίδες).

Ο τρόπος που ο Παίκτης αγκαλιάζει με τις παλάμες τις γωνίες του τραπεζιού και ακουμπά τα δάχτυλά του στα δύο κουμπιά, τα οποία κινούν τις “ρακέτες”, είναι ευγενικός, τρυφερός, ήρεμα σίγουρος. Σαν το φλίπερ να είναι προέκταση του κορμιού του. Το να σημαδέψει και να στείλει τη μπάλα ακριβώς εκεί που πρέπει, στις ελάχιστες φορές που το παιχνίδι του δίνει αυτή τη μικρή δυνατότητα παρέμβασης στην εξέλιξή του, είναι τόσο φυσικό, όπως κινούμε τα πόδια μας όταν περπατούμε. Σου φαίνεται ότι κάνει κάτι πολύ απλό.

Κάποιες φορές, αστραπιαία και με χάρη τινάζεται ολόκληρος μόλις για ένα δευτερόλεπτο, σφίγγει τα δάχτυλα στα κουμπιά και συνδυάζει ταχυδακτυλουργικά τις “ρακέτες” σε 4-5 αλλεπάλληλα και αριστουργηματικά χτυπήματα της μπάλας. Είναι σαν να “κεντάει” την επιφάνεια του φλίπερ, κάτω από το τζάμι, συνθέτοντας ένα δαντελωτό με την πορεία της μπάλας. Αλλά και πάλι σου φαίνεται ότι όλο αυτό γίνεται τόσο φυσικά που και κάποιος αρχάριος θα το έκανε αυτό. “Κλέβει” πού και πού, αλλά δεν τιμωρείται ούτε με ένα “tilt”. Όταν σπρώχνει και γέρνει το τραπέζι το κάνει μαλακά, μόνο τόσο όσο χρειάζεται, σα να χορεύει τρυφερά μαζί του. Ακόμα και όταν πηγαίνει να παίξει σε κάποιο καινούριο φλίπερ για πρώτη φορά, μοιάζει σαν ήδη να το γνωρίζει ή σαν να το μαθαίνει πλήρως μετά από 3-4 παρτίδες.

Παίζει χαλαρά και αφοσιωμένα, είναι ολόκληρος και ολοκληρωτικά παρών στο παιχνίδι. Δεν σκέφτεται “αν-τι-πώς-πότε-πόσο”. Απλώς, είναι απόλυτα συγκεντρωμένος στο παιχνίδι, στο να παρακολουθεί την πορεία της μπάλας, να την καρφώνει με το βλέμμα του, μαζί με ό,τι υπάρχει στον περίγυρο, σε κάθε περιοχή που αυτή κινείται. Μοιάζει να μη σκέφτεται καθόλου και τίποτα. “Είναι” ο ίδιος το παιχνίδι – ανάλογα, οι δάσκαλοι της τοξοβολίας, στο Ζεν, έλεγαν στους μαθητευόμενους ότι δεν πρέπει να σημαδεύουν, αλλά να γίνουν οι ίδιοι ο στόχος.

Όταν η μπάλα έρχεται προς τη “ρακέτα”, αντιδρά αστραπιαία, άμεσα, έτσι όπως είναι απόλυτα συντονισμένος με τη διαδικασία του παιχνιδιού. Και τότε βεβαιώνεσαι πως ενώ το φλίπερ θέλει σίγουρα κάποια εξάσκηση, αυτό είναι μόνο το πρώτο, στοιχειώδες επίπεδο εκμάθησης. Η πραγματική εξάσκηση δεν έχει να κάνει με κάποιο τεχνικό θέμα· έχει να κάνει κυρίως με το να μάθεις πώς να γίνεις μέρος της διαδικασίας του παιχνιδιού, ώστε να το επηρεάσεις κάπως, όσες φορές προκύπτει αυτή η δυνατότητα.

Αναστενάζεις βαθιά. Τώρα, ξέρεις. Ρίχνεις στωικά ένα νόμισμα για κάθε παρτίδα. Πληρώνεις. Μαθαίνεις – όχι πλέον άλλη θεωρία, αλλά κυρίως τον συντονισμό με τη διαδικασία του παιχνιδιού. Κάποια στιγμή, αρχίζεις να κερδίζεις παρτίδες, “γυρνάς” κάμποσες φορές το φλιπεράκι. Γίνεσαι κι εσύ Παίκτης. Σπάνια καταδέχεσαι να κλέψεις, κι όταν το κάνεις, κουνάς το φλίπερ τρυφερά, μαλακά, μόνον τόσο όσο χρειάζεται… κι αυτό όχι μόνο δεν σβήνει, αλλά είναι σαν να σου λέει κι ευχαριστώ…  Κοιτάς για ώρα κάθε καινούριο φλιπεράκι στο οποίο θα αφοσιωθείς για κάμποσες εβδομάδες. Δεν το μελετάς, δεν το αναλύεις. Απλώς το κοιτάς, γνωρίζεστε, συστήνεστε θαυμάζεις τα φωτάκια του, την αδιανόητη πολυπλοκότητά του, το χαίρεσαι και σαν παιδί το αφήνεις να σε γοητεύσει, να σε συναρπάσει Κι ύστερα, κάποια στιγμή, κατεβαίνεις μαζί του στην αρένα. Όχι για να το “κατακτήσεις”, να το “νικήσεις” να θριαμβεύσεις. Αλλά για να απολαύσεις τη διαδρομή μαζί του, μέσα από τους ρόλους σας: αυτό είναι παιχνίδι κι εσύ ένας παίκτης – δεν κάνετε χώρια, χρειάζεστε ο ένας το άλλο (και αντίστροφα), για να έχουν κάποιο νόημα οι λέξεις “παιχνίδι” και “παίκτης”. Το σέβεσαι, το χαίρεσαι και προσπαθείς να κάνεις μεγάλο σκορ απλώς γιατί αυτός είναι ο ρόλος σου και όχι για το ίδιο το σκορ.

Επίσης, διαλέγεις τα φλιπεράκια που παίζεις. Μερικά μάλιστα είναι λίγο χαλασμένα, τα μηχανικά τους μέρη φθαρμένα, το σέρβις ανύπαρκτο. Τα βάζεις για λίγο με τον υπεύθυνο του σφαιριστήριου. Αν σε ακούσει, σου λέει σφυριχτά “αυτό είναι φίλε κι αν σ’ αρέσει”. Τις πιο πολλές φορές απλά σε κοιτάει για λίγα δευτερόλεπτα με παγερή αδιαφορία. Κι εσύ κουνάς το κεφάλι, έχεις προ πολλού πάψει να θέλεις να αλλάξεις την οικουμένη. Πορεύεσαι με το ανάπηρο φλίπερ, μαθαίνεις τις ιδιαιτερότητές του κι η διαδρομή είναι πάντα διαδρομή. Κι ύστερα πας σε άλλο φλιπεράκι. Ή και σε άλλο σφαιριστήριο. Ευχαριστιέσαι τις παρτίδες σου.

Κοιτάζεις με συμπάθεια του παίκτες που σε παρατηρούν με θαυμασμό, φθόνο και περιέργεια. Απαντάς λακωνικά και με προσοχή στις ερωτήσεις τους, αλλά είναι φανερό ότι δεν ξέρουν τι ακριβώς να ρωτήσουν ή πώς να ρωτήσουν· κι εσύ ξέρεις πως δεν γίνεται να τους διδάξεις τι να ρωτούν – είναι ζήτημα της προσωπικής πορείας του καθενός τους.

Και παίζεις. Και κάθε φορά, όσο ψηλά και αν έχεις σκοράρει, οι μπάλες χάνονται. Τελειώνει αυτό το παιχνίδι για σήμερα και δίνεις τη θέση σου στον επόμενο παίκτη ή Παίκτη που θέλει να παίξει. Ή, μια μέρα πας να παίξεις στο αγαπημένο σου φλιπεράκι και βλέπεις στη θέση του ένα αναιδέστατο, αστραφτερό αλλά απρόσωπο ψηφιακό φλίπερ ή ένα άχρωμο βίντεο-παιχνίδι. Λυπάσαι που χάθηκε το αγαπημένο σου φλιπεράκι (που το “γυρνούσες” πια εύκολα και συχνά), χωρίς ούτε καν να το αποχαιρετίσεις. Βρίσκεις άλλο φλίπερ να παίξεις. Και πάλι παίζεις. Κάθε φορά το βίωμα είναι διαφορετικό και γι’ αυτό συναρπαστικό. Δεν σε πειράζει που ξέρεις το παιχνίδι και την κατάληξή του, γιατί έχεις μάθει να αφοσιώνεσαι στο κάθε δευτερόλεπτο της κάθε παρτίδας. Και παίζεις για όσο σε ενδιαφέρει το παιχνίδι.

 

Ε5.   Παίζοντας στο φλίπερ της ζωής.

Κάπως έτσι δεν είναι και στη ζωή; Το ζήτημα δεν είναι να μάθω κάποιους “τεχνικούς” κανόνες που θα τη στρέψουν “υπέρ εμού”. Δεν μπορώ να κατευθύνω τα γεγονότα. Η παρτίδα τρέχει, εξελίσσεται έτσι κι αλλιώς. Μπορώ όμως να μάθω να το παρακολουθώ, να γίνω μέρος του, να συντονίσω τη “διαδικασία” μου μαζί του. Και έτσι συντονισμένος, μπορώ να διακρίνω ό,τι δυνατότητες προκύψουν και να τις αξιοποιήσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο (βλ. 12.13, περί του Σισύφου).

Ο Philippson λέει ότι σήμερα ζούμε σε έναν κόσμο που φαίνεται να κατευθύνει τις ζωές μας. Το Ζεν και οι πιο πολλές ανθρωποκεντρικές προσεγγίσεις στην ψυχοθεραπεία, υποστηρίζουν τη δυνατότητα να απαλλαγούμε από τις εσωτερικές και εξωτερικές μας αλυσίδες. Το Ζεν λέει ότι για να γίνει κάτι τέτοιο, οφείλουμε να καταλάβουμε ότι δεν είμαστε ξεχωριστοί από το υπόλοιπο σύμπαν. Διαφορετικοί και μοναδικοί ναι, αλλά όχι ξεχωριστοί: δεν είμαι εγώ “και” ο κόσμος, είμαι εγώ “μέσα” στον κόσμο.

Ως παίκτες, λέμε: “τώρα θα τραβήξω τόσο το έμβολο, για να στείλω εκεί τη μπάλα” ή “τώρα θα πατήσω έτσι και πρώτα το αριστερό κουμπί και μετά το δεξί”· μ’ αυτόν τον τρόπο, συνήθως φτωχαίνουμε την εμπειρία του φλίπερ. Αντίστοιχα, στη ζωή, όλοι έχουμε υπεραρκετές τεχνικές πληροφορίες, που θεωρητικά θα μας επαρκούσαν για να την ελέγξουμε. Όπως και στο φλίπερ: δεν χρειάζεται και κάποια τρομερή ικανότητα για να μάθεις τι σημαίνει “τραβώ ένα έμβολο” ή “πατώ ένα κουμπί”. Τεχνικά, ξέρεις πώς να το κάνεις.

Στη ζωή επίσης, είναι πολύ εύκολο πλέον να βρούμε άπειρες πληροφορίες για το τι και πώς πρέπει να κάνουμε. Ωστόσο, φαίνεται ότι μόνον καθώς μαθαίνουμε να παραδιδόμαστε έντιμα, με εναρμονισμένη σε όλα τα επίπεδά της επίγνωση στη ροή (τη διαδικασία) της ζωής, πραγματώνουμε τη μοναδικότητά μας· ανακαλύπτουμε αν και πώς οι μικρές καθημερινές επιλογές που κάνουμε “δένουν” μεταξύ τους, συνθέτοντας το σχήμα μιας παρτίδας, η οποία φέρει επίσης τη δική μας σφραγίδα και όχι μόνο τις χαραγματιές των καθημερινών μας συμβάσεων.

Από μία άποψη, μεταφορικά, η ζωή μοιάζει με μια παρτίδα φλίπερ: δεν ελέγχεται, έχει σαφές και αμετάκλητο τέλος, ωστόσο η διαδρομή είναι γευστικότατη και πανέμορφη. Δεν ελέγχουμε το φλίπερ, παρά μόνο το ευχαριστιόμαστε όσο γινόμαστε η ίδια η διαδικασία του.

Το ίδιο και ο σέρφερ: δεν ελέγχει τον καιρό, τον άνεμο, τα κύματα· όμως, τόσο περισσότερο απολαμβάνει τη διαδρομή του στην επιφάνεια του αλμυρού ή γλυκού νερού, όσο μαθαίνει να παραδίδεται στη διαδικασία της ολίσθησής του. Τότε, οι παραμικρές μεταβολές του ανέμου, οι παραμικρές ρυτιδώσεις στην επιφάνεια, γεννούν αυτομάτως και τελείως φυσικά τις κατάλληλες κάμψεις των γονάτων, των χεριών, το κρέμασμα του κορμού από το ιστίο στην κατάλληλη γωνία κλπ. Αντίστοιχα, ακόμα και αν φανταστούμε τη ζωή σαν έναν τεράστιο ελέφαντα που βαδίζει αργά, το πρώτο μέλημά μας θα είναι, αν γίνεται, απλώς να μην βρεθούμε κάτω από το υψωμένο πόδι του, που ετοιμάζεται να προσγειωθεί αργά, σηκώνοντας σκόνη και συντρίβοντας ό,τι βρεθεί από κάτω· σε επόμενη φάση, μπορούμε να μάθουμε ακόμη και να σκαρφαλώνουμε στο πόδι που υψώνεται, να βρίσκουμε κάποια θέση και να ταξιδεύουμε μαζί του – αλίμονο αν έστω και διανοηθούμε να φτάσουμε στη ράχη του, για να του περάσουμε χαλινάρι…

 

Ε6.   Οι κακοτοπιές της παρτίδας.

Υπάρχουν πολλά στάδια και παγίδες σε όλα τα παραπάνω, είτε πρόκειται για το φλίπερ είτε για τη ζωή.

Αρχικά, είναι η ψευδαίσθηση της αβοηθησίας που νιώθουμε στη ζωή όταν διαπιστώνουμε την ασημαντότητα και τη μικρότητα των δυνατοτήτων που μας δίνουν οι προσωπικές μας επιλογές (όπως όταν πρωτοαντικρίζουμε το φλίπερ και συνειδητοποιούμε τον μηδαμινό μας έλεγχο).

Μετά, η ψευδαίσθηση ότι η απάντηση για να “πετύχουμε” στη ζωή βρίσκεται στο να συγκεντρώσουμε τεράστιο όγκο πληροφορίας (όταν ανατρέχουμε στις κατασκευαστικές λεπτομέρειες του φλίπερ, με στόχο να χειριστούμε όλο κι όλο ένα φτωχό έμβολο και δύο μίζερα κουμπιά).

Αν όμως επιτρέπουμε στην εμπειρία μας να μας διδάσκει, αν ευθυγραμμιστούμε και αποδεχτούμε το παράλογο της ζωής, τότε μπορούμε να πορευτούμε ευκολότερα και μάλιστα, ενίοτε απολαυστικά. Κάτι διόλου ευκαταφρόνητο. Τολμώντας, δρώντας, μαθαίνοντας, μπορούμε τελικά να “γυρίσουμε” κάμποσες φορές και κυρίως να απολαύσουμε το παιχνίδι της ζωής – όπως ο Παίκτης το φλίπερ. Και να είμαστε ολόκληροι παρόντες στα βιώματά μας, αφοσιωμένοι χαλαρά στη διαδρομή μας, καβάλα στο βέλος του χρόνου, με μια ήρεμη εγρήγορση, που μας επιτρέπει να κάνουμε τις κατάλληλες κινήσεις, στην κατάλληλη στιγμή, αξιοποιώντας τα ταλέντα και τις ικανότητές μας.

Βέβαια, ακόμη και ο Παίκτης, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνά ότι το υψηλότερο σκορ, δεν είναι ποτέ αυτοσκοπός – αντίθετα, το κέντρο βάρους βρίσκεται στο πόσο αρμονικός και απολαυστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο φτάνει στο οποιοδήποτε σκορ. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνά πως το φλίπερ δεν είναι το μόνο στοιχείο της ζωής του ούτε το μέσον για να ξεχνά τις δυσάρεστες εκπλήξεις της ή τις άλλες δικές του όψεις (ο εθισμός σε παιχνίδια σαν το φλίπερ είναι υψηλός). Όμως, ο Παίκτης ξέρει πότε και για πόσο παίζει. Δεν είναι εξαρτημένος από το παιχνίδι – αλλιώς θα ήταν ακόμη παίκτης.

Αντίστοιχα, στη ζωή, η περίφημη προσωπική ανάπτυξη (ιδιαίτερα όταν ταυτίζεται με τον προσανατολισμό της προς μία μονοδιάστατη πνευματική ανέλιξη), συχνά πιστεύω ότι γίνεται αυτοσκοπός· τότε, για τη δική μου οπτική, όταν δηλαδή η αυτοβελτίωση γίνει κυρίαρχος σκοπός που σκεπάζει την αμεσότητα των βιωμάτων μου, παύει να υπηρετεί την επαφή μου με το ρεύμα της ζωής· χρησιμοποιείται για να σκεπάσει τη ματαιότητα της ζωής, με αποτέλεσμα ένα είδος απεγνωσμένης εξάρτησης από την εμμονή της “προς τα πάνω” στροφής μου και την πάλη μου με ό,τι θεωρώ πως με κρατά δέσμιο, χαμηλά, στο επίπεδο των εσωτερικών μου αντιφάσεων και των ποταπών μου όψεων…

Επίσης, πριν γίνεις Παίκτης στο φλίπερ, ως παίκτης, συχνά θολώνεις, ιδιαίτερα όταν βλέπεις το σκορ σου να ανεβαίνει. Σχεδόν δεν το πιστεύεις… Μεθάς, ξεχνάς πως κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, το παιχνίδι θα τελειώσει – “πρέπει” να τελειώσει, από την ίδια του τη φύση. Τότε, γίνεται αυτοσκοπός σου το να αναβάλλεις τη στιγμή που το μαύρο σκοτάδι της τρύπας ανάμεσα στις ”ρακέτες”, θα σου καταπίνει λαίμαργα και την τρίτη μπάλα και σε κατακλύζει ένα αίσθημα αδικίας και ανημπόριας. Παλεύεις απελπισμένα να ισορροπείς τη μπάλα στις “ρακέτες”, αρχίζεις πάλι τους υπολογισμούς, παίζεις αμυντικά για να μην τελειώσει το παιχνίδι. Όμως, όσο δεν ρισκάρεις με τις ρακέτες σου, το σκορ σου παραμένει χαμηλό και κυρίως κουράζεσαι, κουράζεσαι πολύ, γεμίζεις αγωνία, γιατί ο στόχος της παράτασης του παιχνιδιού σκότωσε την απόλαυση.

Ο Παίκτης όμως, ο οποίος ποτέ δεν ξεχνά τη φύση του παιχνιδιού, γνωρίζει πολύ καλά πως κάποτε η παρτίδα αυτή θα τελειώσει. Δεν μεθά με τις επιτυχίες του, όσες φορές και αν έχει “γυρίσει” το φλιπεράκι. Δεν προκαλεί, ωστόσο ρισκάρει, χρησιμοποιεί στο έπακρο τις δυνατότητές του. Και κάποια στιγμή, αφού ευχαριστηθεί το παιχνίδι, όταν έρθει η στιγμή, μπορεί να πει “φτάνει για σήμερα”.

Με άλλα λόγια, κάθε φορά που κάποιος ρίχνει ένα νόμισμα για να αρχίσει ένα παιχνίδι στο φλίπερ, αρχίζει να διανύει συμβολικά έναν κύκλο ζωής: γεννιέται όταν εκσφενδονίζει με το έμβολο την πρώτη μπάλα, πεθαίνει όταν κάποτε το παιχνίδι τελειώνει, ανεξάρτητα από το πόσες παρτίδες κατάφερε να “γυρίσει” στη διάρκεια του παιχνιδιού.

Υπάρχουν πολλά αναγνωρισμένα πεδία, πέρα από πρωταθλητισμούς και ρεκόρ, που προσφέρονται για να διδαχτεί κάποιος το Ζεν και να εξοικειωθεί βιωματικά με το τι σημαίνει “αφήνομαι στη διαδικασία μου” (πολεμικές τέχνες, χορός, ζωγραφική, καλλιγραφία, ανθοκομία, τοξοβολία, μουσική κλπ). Το φλιπεράκι σίγουρα δεν κατασκευάστηκε για έναν τέτοιο σκοπό.

Ωστόσο, τουλάχιστον ο Philippson (και σίγουρα κι εγώ μαζί του), μπορούμε να το δούμε από μια τέτοια μεταφορική σκοπιά. Ο Philippson τελειώνει το άρθρο του συνιστώντας στους αναγνώστες να βρουν και να παρακολουθήσουν έναν Παίκτη σε ένα ενδιαφέρον φλίπερ, προτού όλα αντικατασταθούν με βίντεο-παιχνίδια. Συμφωνώ απόλυτα μαζί του και επίσης τον ευχαριστώ για μια ακόμα φορά, που η ιδέα του έγινε η έμπνευση αυτού του επιλόγου, στο τέλος μιας παρτίδας πολλών χρόνων με το συγκεκριμένο βιβλίο – με κάμποσα αναιδή και ύπουλα “tilt”. Αν βρείτε κάποιον Παίκτη (κι ας σπανίζει πια το είδος), μπορεί να ανακαλύψετε πολλά απρόσμενα και συναρπαστικά πράγματα. Ιδιαίτερα αν δοκιμάσετε να παίξετε κι εσείς. Τουλάχιστον στα φλιπεράκια.

__________________________

201.{Δεν μπορούσα να θυμηθώ πώς βρέθηκα εδώ, σ’ αυτήν την κάμαρα με το εκτυφλωτικό φως, καθόμουν μπροστά σ’ ένα τραπέζι, απέναντι ο συμπαίκτης άγνωστος, θα παίζαμε ώρες, ίσως και χρόνια, η τράπουλα φθαρμένη, δυσοίωνη, δε μου ΄μενε δεκάρα, “παίζω το παρελθόν μου” φώναξα, τα βλέφαρα του άλλου χαμήλωσαν δολοφονικά, μοίρασε χαρτιά, έχασα, “παίζω όλες τις μελλοντικές μου μέρες” ούρλιαξα – και τότε είδα ότι βρισκόμουν ολομόναχος σ’ ένα έρημο οικόπεδο, η πόλη μακριά καταστραμμένη, από τι; κι εγώ ποιος ήμουν; πού πήγαινα; “γλυκιά μητέρα του Χριστού, ψιθύρισα – επιτέλους όλα τέλειωσαν. / Τώρα μπορώ να ξαναρχίσω”.} – (Λειβαδίτης-8)

__________________________

 

***ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ – Α
Περί ψυχοθεραπείας…

Στο βιβλίο αυτό αναφέρθηκε πολλές φορές η λέξη “ψυχοθεραπεία”, γι’ αυτό, θεώρησα σκόπιμο να περιλάβω ένα Παράρτημα με κάποιες πληροφορίες (και απόψεις μου) για τη σημασία της λέξης.

 

Α.1. Ψυχοθεραπεία, θεραπεία, επούλωση, ίαση.

Η τόσο γνωστή (και παρεξηγημένη) πλέον λέξη “ψυχο-θεραπεία” είναι ένας σύνθετος όρος, του οποίου τα δύο συνθετικά είναι Ελληνικές λέξεις. Το πρώτο, έχει να κάνει με τον ψυχικό μας χώρο και, το δεύτερο, πολύ γενικά, με την αλλαγή μιας επώδυνης, δυσάρεστης κατάστασης ή με την αποκατάσταση της λειτουργικότητας αυτού του χώρου. Πρόκειται για έναν όρο ο οποίος, στην καθημερινή του χρήση, συχνά συγχέεται με άλλες λέξεις συγγενούς σημασίας, όπως είναι η “θεραπεία” (χωρίς το συνθετικό ψυχο-), η “επούλωση”, η “ίαση”. Όλες αυτές οι λέξεις, κάποιες φορές χρησιμοποιούνται αόριστα, ακόμη και εκεί όπου χρειάζεται επιτακτικά περισσότερη εννοιολογική ακρίβεια.

Η επούλωση θα μπορούσε να οριστεί ως η διαδικασία με την οποία εξισορροπούμαι με τον εαυτό μου και το περιβάλλον. […] Μέσα από αυτή τη διαδικασία αισθάνομαι ολόκληρος, και “με” βλέπω ως μια ύπαρξη με φυσικές, νοητικές, πνευματικές και συναισθηματικές διαστάσεις (Baker, 2000, σ. 275). Η ίαση αναφέρεται στην εξαφάνιση μιας αρρώστιας. Ένα πρόσωπο μπορεί να επουλώνει κάτι χωρίς να ιάται, και ένα πρόσωπο μπορεί να ιάται χωρίς να επουλώνει κάτι. Η συμβατική ιατρική δεν εστιάζεται κυρίως στο πρόσωπο που νοσεί αλλά στη νόσο.

Η λέξη “θεραπεία”, μόνη της, στην καθημερινή χρήση, άλλοτε γέρνει προς τον πρώτο από τους δύο παραπάνω όρους, άλλοτε προς τον δεύτερο, άλλοτε κάπως αγγίζει αόριστα και τους δύο. Προσωπικά, η λέξη “θεραπεία” μου φέρνει στο νου απλώς “κάτι που δεν πάει καλά ή δυσλειτουργεί – με οποιαδήποτε υποκειμενική αντίληψη”, το οποίο γίνεται “κάτι που παύει να μην πηγαίνει καλά ή επαναλειτουργεί – επίσης με οποιαδήποτε υποκειμενική αντίληψη”.

Θα έλεγα ότι η θεραπεία, στην πράξη αφορά όλα τα επίπεδα στα οποία συμβαίνουν οι ανθρώπινες λειτουργίες: το φυσικό/σωματικό/αισθητηριακό, το συναισθηματικό και το γνωστικό/νοητικό επίπεδο. Ωστόσο: (α) όχι απαραιτήτως όλα με την ίδια ένταση και ταυτόχρονα, (β) χωρίς να σημαίνει απαραίτητα ορισμένες μεθοδολογίες και δομές, (γ) χωρίς καμία απαίτηση διάρκειας και βάθους στο “κάτι που παύει να μην πηγαίνει καλά ή επαναλειτουργεί”, (δ) χωρίς απαραίτητα κάποια ολιστική αντίληψη για την ανθρώπινη ύπαρξη. Έτσι, μπορούμε να έχουμε θεραπεία από τον καρκίνο, από τη γρίπη, από μια αγχογόνο κατάσταση· αλλά και ένα καλό μασάζ, μια καλλιτεχνική εμπειρία, οι διακοπές, το καλό σεξ, η γιόγκα, η ρεφλεξολογία, η γυμναστική, μπορούν απλά να “λειτουργούν θεραπευτικά”.

 

Α.2. Προσεγγίζοντας την έννοια της “ψυχοθεραπείας”.

Το πρώτο που μπορούμε να πούμε γι’ αυτή τη λέξη, είναι πως συχνά γίνεται για λόγους συντομίας “θεραπεία”, χωρίς όμως αυτό καθόλου να σημαίνει πως οι δύο λέξεις ταυτίζονται απολύτως και εννοιολογικά. Με τη λέξη “ψυχοθεραπεία”, ακόμη και όταν τη χρησιμοποιούμε λέγοντας απλώς “θεραπεία”, δεν εννοούμε ποτέ το γενικό περιεχόμενο της σκέτης λέξης “θεραπεία”.

Υπάρχουν πάρα πολλοί ορισμοί για την ψυχοθεραπεία, ανάλογα με το πού δίνεται κάθε φορά η έμφαση, αλλά δεν είναι εδώ ο κατάλληλος τόπος για να εμβαθύνουμε περισσότερο. Μου αρέσει, μόνον ως αφετηρία, ένας πολύ απλός ορισμός: ψυχοθεραπεία είναι μία επαγγελματική σχέση ανάμεσα σε έναν ψυχοθεραπευτή και έναν πελάτη, η οποία βασίζεται σε αρχές, δομή και τεχνική. Διαφέρει με πολλούς τρόπους από άλλες σχέσεις (Herkov, 2016) – για τη λέξη “πελάτης” βλ. παρακάτω, στο σημείο “ε”.

Ο Brownell (2010) σημειώνει ότι με μία ελεύθερη προσέγγιση, η ψυχοθεραπεία έχει να κάνει με τις διαδικασίες που αναπτύσσονται όταν δύο άνθρωποι με συγκεκριμένους ρόλους, ο ψυχοθεραπευτής και ο πελάτης, συναντιούνται σε ένα επαγγελματικό πλαίσιο και, επικοινωνώντας λεκτικά και μη λεκτικά, δουλεύουν συστηματικά με την προσωπική εμπειρία του πελάτη. Η δουλειά αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί “συστηματική” γιατί τα εμπλεκόμενα πρόσωπα έχουν κάποιους στόχους και κάνουν ό,τι κάνουν μέσα από κάποιους ρόλους (του “πελάτη” και του “ψυχοθεραπευτή”).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
…(α) Το πρώτο, είναι ότι στην ψυχοθεραπευτική σχέση βλέπουμε να φροντίζονται από τον κατάλληλα εκπαιδευμένο ψυχοθεραπευτή διάφορες ανάγκες του πελάτη, οι οποίες υπάρχουν ή αντανακλούν με οποιονδήποτε τρόπο στην ψυχολογική του σφαίρα, χωρίς όμως να αναφέρονται αποκλειστικά εκεί. Δηλαδή, ανάγκες που μπορεί να σχετίζονται με το σώμα, το νου ή το συναίσθημα του πελάτη, αποκτούν ένα ψυχολογικό νόημα, ανάλογα με τους τρόπους που ο πελάτης βιώνει συνολικά τον εαυτό του εν μέσω των καταστάσεων και των γεγονότων της ζωής του.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
…(β) Το δεύτερο σημείο είναι ότι η λέξη “αρχές” (οι οποίες χαρακτηρίζουν κάθε είδος ψυχοθεραπευτικής πράξης), νοείται κυρίως ως κάποια φιλοσοφία (ή μάλλον φιλοσοφικές παραδοχές) για τη φύση, τη ζωή, τη φυσική και εσωτερική μας πραγματικότητα, τους σκοπούς, την ευημερία και τις αλληλεπιδράσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Για την Crocker (όπως παραπέμπει ο Brownell, 2010, σ. 8), μία ψυχοθεραπευτική θεωρία είναι ένα γνωστικό σύστημα που ορίζει πώς συμβαίνουν τα πράγματα και πώς σχετίζονται μεταξύ τους. Πολλά από τα σημεία διαφόρων ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων αλληλοεπικαλύπτονται, συχνά όμως αποκτώντας και διαφορετικές αποχρώσεις.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
  …(γ) Μία ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, ακριβώς επειδή χαρακτηρίζεται από κάποιον φιλοσοφικό προσανατολισμό, διαθέτει σαφείς στόχους, με την έννοια του πώς αντιλαμβάνεται (1) τη σχέση του ατόμου με τον κόσμο και (2) τον πολύ γενικότερο στόχο του “καλύτερου” το οποίο ζητά ο πελάτης στη ζωή του.
…(δ) Επίσης, αφού διαθέτει στόχους, αναγκαία διαθέτει σαφείς δομές και μεθοδολογία, στοιχεία τα οποία καθορίζουν την “πράξη” της – η ψυχοθεραπευτική “πράξη” είναι το ζωντάνεμα των θεωρητικών βάσεων της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας μέσα από ό,τι κάνουν άμεσα και έμπρακτα ο ψυχοθεραπευτής και ο πελάτης σε αυτήν (Brownell, 2010). Έτσι, η ψυχοθεραπευτική “πράξη” διαφέρει από προσέγγιση σε προσέγγιση, ανάλογα με τα φιλοσοφικά τους θεμέλια, τα οποία καθορίζουν στόχους, δομές και μεθοδολογία.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
…(ε) Η λέξη “πελάτης”, στα Αγγλικά και στον ψυχοθεραπευτικό χώρο, έχει πλέον ξεπεράσει τους αρνητικούς συνειρμούς οι οποίοι, για κάποιους, ίσως τη συνοδεύουν. Αυτό όμως μπορεί να μην ισχύει σε άλλες γλώσσες. Ας πούμε στα Ελληνικά, η λέξη αυτή συχνά προκαλεί ακόμη αμηχανία, αν και τα τελευταία χρόνια τα πράγματα έχουν εξελιχτεί πολύ. Σήμερα, στην Ελλάδα, αρκετοί ψυχοθεραπευτές, προτιμούν απλώς τον όρο “θεραπευόμενος”.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Άλλωστε, σήμερα, οι περισσότερες ολοκληρωμένες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις που διαθέτουν στέρεη φιλοσοφική βάση, δίνουν πολύ μεγάλη έμφαση στην ισότιμη σχέση ψυχοθεραπευτή – πελάτη. Οπότε, η λέξη “πελάτης” (άτομο ή ομάδα) σαφώς περιορίζεται απλά να δηλώνει έναν ρόλο σε μία βαθιά ανθρώπινη σχέση χωρίς τα υπονοεί στο ελάχιστο αντικειμενοποίηση κάποιου προσώπου, εκμετάλλευσή του, ή αποκλειστική εστίαση στην οικονομική συνδιαλλαγή. Για το ανθρωπιστικό – σχεσιακό πνεύμα της θεραπείας Gestalt, ο “πελάτης” θεωρείται από τον Parlett (2014) περισσότερο ως “σπουδαστής” – κάποιος που “σπουδάζει” αυτό που είναι και γίνεται ο ίδιος μέσα στο πεδίο της ζωής του.

Επίσης, ας μην ξεχνούμε ότι, αν το θέλουμε, μπορούμε να φορτίσουμε το νόημα κάθε πράγματος σύμφωνα με την εκάστοτε δική μας αντίληψη. Για παράδειγμα, ας αφήσουμε τη λέξη πελάτης και ας πάρουμε το δεύτερο συνθετικό της λέξης “ψυχο-θεραπευτής”, το “-θεραπευτής”. Αυτή η λέξη είναι κατά τη γνώμη μου πολύ πιο επικίνδυνη από τη λέξη “πελάτης”· μπορεί σαφέστατα, πολλές φορές, ακόμα και ανεξαρτήτως γλώσσας ή κουλτούρας, να δημιουργήσει συνειρμούς, παρανοήσεις και προσδοκίες που δεν έχουν καμία σχέση με τον ρόλο που περιγράφει ολόκληρη η σύνθετη λέξη “ψυχο-θεραπευτής”. Εννοώ ότι το “-θεραπευτής”, μας παραπέμπει εύκολα στον γκουρού, τον σαμάνο – μάγο, σε μία εσωτεριστική και μυστικιστική προσέγγιση, κάτι τελείως ξένο από το τι πραγματικά είναι ο ρόλος του “ψυχοθεραπευτή”.
…(ζ) Η ψυχοθεραπεία δεν είναι μία απλή φιλική κουβέντα, ούτε άσκοπη σπατάλη χρόνου, δεν είναι ένα παιχνίδι για να περνά κάποιος την ώρα του και δεν είναι μία “ιατρικού” τύπου παρέμβαση (“ιατρικού”, με την έννοια της γραμμικής σχέσης αίτιου και αποτελέσματος στη διαδικασία της παρέμβασης – Brownell, 2010).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
…(η) Πρέπει να υπογραμμίσουμε πως αν και η ψυχοθεραπεία μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά, επουλωτικά ή ως ίαση, δεν θα πρέπει ποτέ να ταυτίζεται εξ ολοκλήρου με καμία από αυτές τις τρεις λέξεις. H λέξη “θεραπεία”, όταν δεν χρησιμοποιείται σαν σύντμηση της λέξης “ψυχοθεραπεία” και όταν χρησιμοποιείται στην καθημερινή γλώσσα, έχει λίγα να κάνει με την “ψυχοθεραπεία”· δεν καλύπτει τα προαπαιτούμενα (αρχές, δομή και τεχνική ) για να ταυτιστεί εννοιολογικά με ό,τι εννοούσαμε παραπάνω, λέγοντας “ψυχοθεραπεία”. Επίσης, οτιδήποτε λειτουργεί “θεραπευτικά”, δεν είναι απαραίτητα και ψυχοθεραπεία.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
…(θ) Η ψυχοθεραπεία προσεγγίζει την ανθρώπινη ύπαρξη τόσο στη φυσική (ενσώματη) όσο και στη συναισθηματική (συγκινησιακή) και τη γνωστική (νοητική) της διάσταση. Αυτό που μαθαίνω βιωματικά για τον Εαυτό μου και για τις πράξεις μου, οφείλει να γίνει ένα συνειδητά αφομοιωμένο εργαλείο για τις μελλοντικές μου εμπειρίες και την πράξη μου στη ζωή.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>

 

Α.3. Οι στόχοι της ψυχοθεραπείας.

Θα έλεγα ότι η ψυχοθεραπευτική διαδικασία αγκαλιάζει όλες τις διαστάσεις του Εαυτού του πελάτη, με τον γενικό στόχο να “ζήσει καλύτερα” στο πεδίο ζωής του, σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια, τις δυνατότητες και τους περιορισμούς, όποια και αν είναι αυτά.

Από μία τέτοια άποψη, η ψυχοθεραπευτική διαδικασία ενέχει αναπόφευκτα την αλλαγή, αφού κάποιος ζει όπως ζει, γιατί “κάπως” νιώθει και “κάπως” βλέπει τον Εαυτό του μέσα στον κόσμο· αν αυτό το “κάπως” δεν αλλάξει δεν θα ζει διαφορετικά.

Επίσης, η λέξη “καλύτερα” περιγράφει μία ποιότητα η οποία στο κάθε άτομο ορίζεται μόνον υποκειμενικά, αλλά ταυτόχρονα αναδύεται από τη δυναμική σχέση του ατόμου με τον κόσμο. Η ποιότητα αυτή δεν είναι σταθερή. Μπορεί να νοείται με διαφορετικούς τρόπους στην αρχή, τη διάρκεια, το τέλος και μετά την ψυχοθεραπευτική διαδικασία, αφού η ψυχοθεραπευτική δουλειά συνήθως σημαίνει και πολύ βαθιές αλλαγές στους τρόπους με τους οποίους κάποιος βιώνει τον εαυτό του μέσα τον κόσμο.

Αυτό, συνιστά μία κάπως παράδοξη κατάσταση: από τη μία μεριά, ο πελάτης έρχεται στην ψυχοθεραπεία γιατί θέλει να αλλάξει. Από την άλλη μεριά, αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα στη ζωή του καθορίζεται από αυτό που ήδη είναι. Όσο και αν επιθυμεί την αλλαγή προς το “καλύτερο”, το άγνωστο τρομάζει. Και ο πελάτης, κάποιες φορές φαντάζεται ότι αυτό που “θα” γίνει με την ψυχοθεραπεία, αν και θα τον απαλλάξει από ό,τι τώρα τον ταλαιπωρεί, θα του στερήσει και τα σημεία μέσα από τα οποία τώρα αυτοπροσδιορίζεται. Θα βλέπει τον κόσμο και τις σχέσεις του με όσους ορίζει με έναν τωρινό τρόπο ως σημαντικούς, “αλλιώς”. Θα είναι ο ίδιος ένας “Άλλος”, αλλότριος και ξένος ως προς το παροντικό “εγώ είμαι”, έχοντας επίσης χάσει τη συνήθη οικεία του πραγματικότητα. Έτσι, πολύ φυσιολογικά, αναπτύσσονται δύο αντίρροπες τάσεις. Η μία ενισχυτική της αλλαγής (προθυμία, διαθεσιμότητα) και η άλλη αντίρροπη (αντίσταση, ακύρωση).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Σε κάθε περίπτωση, στις μέρες μας, είναι αδιαμφισβήτητο πως η σκοπίμως πρόκληση ισχυρών και ανεξέλεγκτων συναισθημάτων και εμπειριών στον ψυχοθεραπευόμενο (“κάθαρση” – εκτόνωση) ή η βίαια επίθεση στα όριά του (ώστε να “σπάσουν οι νοητικές άμυνες”), είναι απαράδεκτη και καταδικαστέα παραβίαση (που συνήθως γίνεται από μη εκπαιδευμένα άτομα, αυθαίρετα αυτοαποκαλούμενα “ψυχοθεραπευτές”).
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>
Επίσης, είναι σημαντικότατο να τονιστεί πως άλλο το “είμαι σε ψυχοθεραπεία” και άλλο το συζητώ με τους φίλους μου, σκέφτομαι ή διαβάζω ή παρακολουθώ φανατικά διαλέξεις και εκπομπές περί ψυχολογίας, παραβλέποντας τις σωματικές μου αποκρίσεις, τα συναισθήματά μου, την έμπρακτη στάση μου στη ζωή και το πώς τα θέματά μου επιδρούν σε αυτήν την στάση


Ο χορός των θαυμάτων:
τα μεγάλα ταξίδια στα μικρά βήματα

[668 σελίδες]  [A4: 17,2 X 24,5 cm]
2η έκδοση, ISBN 978-618-83861-5-0
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΕΝΤΥΠΟΥ, 2019

1η έκδοση, ΡΩΜΗ, 2017

 

Εγγραφή στο Newsletter

You can change your mind at any time by clicking the unsubscribe link in the footer of any email you receive from us, or by contacting us at [email protected]. We will treat your information with respect. For more information about our privacy practices please visit our website. By clicking below, you agree that we may process your information in accordance with these terms.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here: https://mailchimp.com/legal/

 Newsletter Permissions * :